Κυριακή 22 Μαΐου 2016

ΚΡΙΤΙΚΗ Ελισάβετ Αρσενίου

Μεταξύ ηδονής και αυθεντίας




Η λειτουργία της γλώσσας μοιάζει πολύ με την λειτουργία της ψυχής: και οι δύο αντλούν από το χάος του «πριν» και του «μετά», του «όχι ακόμη» και του «ήδη τετελεσμένου», και καμιά τους δεν διέπεται από γραμμικότητα. Η ίδια η γλωσσική, μορφική και τροπική υπόσταση της αφήγησης του έρωτα είναι το θέμα του βιβλίου του Κώστα Βούλγαρη, γιατί εδώ η ερωτική ψυχή συνδέεται με την γλώσσα.
Το προαιώνιο παιχνίδι ανάμεσα στην Φανταστική και την Συμβολική τάξη έχει στηθεί: από την μία πλευρά η λαγνεία του χάους και της ενότητας των πάντων, της ζωής πριν και μετά την ζωή, και από την άλλη η αποδοχή των νόμων (θείων κι ανθρώπινων), ώστε να υπάρχει ένα «εγώ», μία αυθεντία έστω και εικονική. Από την μία η ερωτική, και από την άλλη η γλωσσική εμπειρία.
Ας πάρουμε τον τίτλο του βιβλίου. Ο ίδιος ο συγγραφέας εντοπίζει την πηγή του: οι δύο λέξεις του προέρχονται από το εξής απόσπασμα του Αγίου Ανδρέου Κρήτης:
«Τὸν Ἰσραὴλ ἤκουσας, νῆφε ψυχή μου ἐκδιωχθέντα, ὡς παιδίσκης ἀποκύημα, βλέπε μήπως, ὅμοιόν τι πάθῃς λαγνεύουσα.
Τῇ Ἄγαρ πάλαι ψυχή, τῇ Αἰγυπτίᾳ παρωμοιώθης, δουλωθεῖσα τὴν προαίρεσιν, καὶ τεκοῦσα, νέον Ἰσμαήλ, τὴν αὐθάδειαν.»
Πρόκειται για έναν ψαλμό στον οποίο ο Άγιος Ανδρέας απευθύνεται στην ψυχή του ως Άγαρ. Το όνομα Άγαρ αναφέρεται στη δούλη της Σάρρας, που τεκνοποίησε με τον Αβραάμ γεννώντας τον Ισμαήλ, και εκδιώχθηκε στην έρημο για να πεθάνει, αλλά σώθηκε από τον Θεό, δημιουργώντας ένα συγγενές και ενάντιο του Ισραήλ γένος. Η Άγαρ εκπροσωπεί βιβλικά, κατά τον Απόστολο Παύλο, το δουλικό και σαρκικό Ισραήλ. Θα μπορούσαμε, βεβαίως, ερμηνευτικά, να επεκταθούμε στον σαρκικό ερωτισμό, υποδουλωμένο και εκδιωγμένο αλλά ισχυρό, όπως το ασυνείδητο. Η Άγαρ: η «ξένη», ο έρωτας, η χαοτική, ερωτική, γόνιμη, χαρά, η φανταστική τάξη. Και η Σάρρα: η «οικεία», νόμιμη, αλλά στείρα, και μόνιμα γερασμένη, ο νόμος της γλώσσας, η Συμβολική τάξη.
Ο συγγραφέας εξηγεί πώς κατασκευάζει τη γλώσσα του:
 «Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αποτελείται από κεφάλαια όπου περιγράφονται ερωτικές ιστορίες, καταστάσεις, στιγμιότυπα, συμπεριφορές και προσωπικές εμπειρίες, χωρίς να υπάρχει συνομιλία με κάποια κείμενα, παρά, ίσως, με τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου από τα βυζαντινά λεξικά.»
Όπου τώρα συνομιλεί με άλλα κείμενα, το κάνει με τον εξής τρόπο:
«ερανιζόμενος λέξεις και σπαράγματα ύφους, κυρίως από πατερικά και βυζαντινά κείμενα. Για παράδειγμα, το κεφάλαιο «Άννα» ερανίζεται από τις τελευταίες σελίδες της Αλεξιάδας της Άννας Κομνηνής,[1] όπου περιγράφεται η αντίδραση της μητέρας της, αμέσως μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα και πατέρα της». Επισημαίνω τα ερανίσματα με έντονα γράμματα:
«Την τε βασιλικήν κάλυπτραν απέθετο και τας εκείνας εθείρας μαχαιρίδιόν τι λαβούσα εν χρω διέτεμε, και τα κοκκοβαφή πέδιλα των ποδών απορριψαμένη μέλανα σάνδαλα εδείτο τα προστυχόντα. Αλλάξασθαι δε και την πορφυρίδα βουλομένη μελαίνης εσθήτος προχείρως ιμάτιον ουχ ευρίσκετο. Εξ ων δε η τρίτη των εμών αδελφών είχεν αμφίων καταλλήλων τω καιρώ και τω πράγματι χηρείας και πάλαι κακοίς ομιλήσασα, λαβούσα η βασιλίς αμφιέννυτο και την αφελή ζοφώδη κάλυπτραν επέθετο τη κεφαλή.»
Στην Αυθάδεια λαγνεύουσα, το νέο κείμενο, ξενιστής των παλιών λέξεων, στην αναπαλαιωμένη αλλά νέα γλώσσα, είναι το εξής:
«Ήδη την πορφύραν κατέσχισα και τετριμμένο ιμάτιο ημφιέσθην, τα κοκκοβαφή πέδιλα απέρριψα και μέλανα σάνδαλα υποδήθην. Όλως άπελπις δε, έτοιμος και εις κεφαλήν επιθέσω της γυναικείας χηρείας ζοφώδη καλύπτραν. Ότι αυτή το μόνον πορθμείον εις απολύτου αρετής καταγώγιο, εις απέριττο βασίλειο ζώντος σκότους, εις λυτηρίων δακρύων βάραθρο κατακλυσμιαίο.»
Οι λέξεις φέρουν μαζί τους το βάρος της ίδιας της ύλης τους: του πένθους ή του πάθους, της στέρησης ή της τρυφής της υποτέλειας ή της εξουσίας... Η γραφή του βιβλίου είναι λοιπόν «διαφωρική»: η σημασία της παράγεται από ένα ατέλειωτο κρυφτό παρουσίας και απουσίας∙ παρουσίας επιλεγμένων σημαινόντων (φράσεων ή λέξεων) εν τη απουσία των φυσικών τους συμφραζομένων (γλωσσικών και μεταγλωσσικών), και μετακίνησής τους σε νέο αλλά οικείο περιβάλλον. Η σημασία έτσι κατασκευάζεται μέσω της δυνάμει ανεξάντλητης διαδικασίας αναφοράς, σε άλλα, απόντα σημαίνοντα, υπάρχοντα-ήδη σε λογοτεχνικά και γραμματειακά κείμενα, και υπάρχοντα-εν-δυνάμει, στον νοητικό κόσμο του αναγνώστη και στον κειμενικό κόσμο μιας ανεξάρτητης γλωσσικής παραγωγής.
Για παράδειγμα, το γνωστό τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, σε στίχους του Νίκου Γκάτσου,
Ήταν καμάρι της αυγής
και καβαλάρης όμορφος
Τώρα μια χούφτα χιόνι.
Γύρισε κάμπους και βουνά
και πανηγύρια πέρασε
στην αγκαλιά των κοριτσιών.
το οποίο υπάρχει σχεδόν αθέατο μέσα στο κείμενο του Βούλγαρη:
«Ω νεότης, και ακμή σώματος, και επί των ίππων άλματα αιθέρια, και πεδιάδων και ορέων διελεύσεις θριαμβικές, και της αγκάλης περισφιγγείς πανηγύρεις. Πού, πότε, πώς ατροφήσατε και ως χιών αχαμνύνατε; Πώς οι του πένθους, άμα και του θανάτου ωδίνες εμέ κατεκύκλωσαν;»
Και:
Ποιος το ’λπιζε να γίνουνε
τα μούσκλια τα νυχτιάτικα
στεφάνι στα μαλλιά του;
«Νυν, τα λυκόποδα βρύα, λαίμαργα και ακατάσχετα, ως νυκτός μελαίνης εκπαιδεύματα, ως σπείρας ακολουθία και χορός πεισιθανάτιος, το σώμα μου συμπαροικούν. Πού του προσώπου η εύχαρις λάμψη, του χαρακτήρος τεκμήριο; Πού το κυματώδες επιστέγασμα, της μορφής μου εγκαλλώπισμα; Πού η αλκή, πού η ρώμη, πού το θαυμάσιον κάλλος;»
Για έναν φιλόλογο αναγνώστη, η έρευνα των κειμενικών πηγών του βιβλίου, ψυχαναγκαστική και ελκυστική, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και «λαγνεύουσα», είναι και δεν είναι λυσιτελής: δηλώνει την αναγνώριση της αυθεντίας, αλλά και την «αυθάδεια» της εξόδου των επιλεγμένων σημαινόντων μέσα από το γλωσσικό και κειμενικό χάος, και της ένταξής τους σε καινούργιο γλωσσικό περιβάλλον, με τρόπο όχι «κειμενοκόλλησης», δηλαδή ενσωμάτωσης του ξένου στο οικείο, αλλά «εγκλιματισμού», δηλαδή «φυσικοποίησης»: προσάρτησης του ξένου στο ξένο, μέσα από μία διαδικασία οικειοποίησης. Αυτό, άλλωστε, δεν είναι και ο έρωτας;
Με άλλα λόγια, η γλώσσα μιας μακράς δημώδους βυζαντινής γραμματείας διαυγάζει την γλώσσα του βιβλίου, μια γλώσσα ανεξάρτητη και αυθεντική και κυρίως λαγνεύουσα αρρενωπά, στην απόλαυση, την ηδονή και την υπερβολή της. Το βιβλίο του Βούλγαρη γράφεται σε αυτό το κενό της οικονομίας της γραφής, όπου η ερωτική λογοτεχνία υπάρχει μόνον ως υπέρβαση και ποτέ ως περιγραφή (σε ποιες άλλωστε περιστάσεις η γλώσσα έχει αντιστοιχιστεί με την ερωτική εμπειρία σε πλαίσια λογοτεχνικά – εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις του θρησκευτικά ή ψυχαναλυτικά υψηλού;).
Οι νέες αυτές, λοιπόν, «ερωτικές ιστορίες και φαντασίες» υπόκεινται σε μία καινούργια κωδικοποίηση της σημασιοδότησης, που δημιουργεί σημασία σε διαφορετικά πρωτόκολλα. Η νέα αυτή συνθήκη συγγραφής απεργάζεται την απεμπόληση του περιεχομένου, εκεί που περισσότερο μας χρειάζεται, δηλαδή στο «υπόλοιπο» του ερωτικού λόγου, στο μη καταναλώσιμο υλικό του:
«Γνωρίζω ότι αμηχανώ και η διήγησή μου υπτιάζει και μόλις τρόπους της παρελκύσεως μετέρχομαι, ευθύς τους αρνούμαι. Ούτε εις κάλλος λέξεων και ρυθμού, και ρητορεία σχημάτων, θέλω προσφύγω, ότι προσποίηση και ραδιουργία νομίζω, αν εις τόσον σπουδαία υπόθεση εμπλέξω αυτά. Ουδέ ρημάτων ερωτικών τολμώ το ατόπημα, ο πολλά δυστυχής, ο άξιος μόνον δακρύων και θρήνων, ο εις το πνεύμα τυραννούμενος, ο διά αλυσίδων περιαυχενιζόμενος, ο διά σιδήρων πεπεδημένος. Κάθε ελπίδος, ακόμη και κατ’ ελάχιστον σαλευούσης, παραιτούμαι.» (σελ. 49-50)
Κι όμως, τα ερωτικά ρήματα και ονόματα, επιχρίσματα, εκχυλίσματα και εναιωρήματα, ξεπηδούν αναπόφευκτα, ακόμη και αθέλητα (χωρίς πρόθεση): αναγράμματα, παραγράμματα ή υπογράμματα, σαν τρέλα, που θα μπορούσαν να εμπεριέχουν κρυπτογραφήματα. Η υλική σημασιοδότηση είναι πάντοτε αδιάκριτη και καθ’ υπερβολήν. Η πολλαπλότητα πιθανών νοημάτων, σε ένα τέτοιο σύστημα, μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης ή χειραγώγησης, αλλά ποτέ ελέγχου ή περιχάραξης: το ίδιο το κείμενο δεν μπορεί να ελεγχθεί. Πάντοτε, πίσω από τα κρυμμένα του παραδείγματα, θα έρχονται στην επιφάνεια οι άλλες του πλευρές, π.χ. η αλήθεια του, η ιστορία του, η πραγματολογία του κλπ.  Η υλικότητα της γλώσσας πάντοτε ξεφεύγει από την σημασιολογία, και από κάθε ολοκληρωτική ανάγνωση.
Η ανθρώπινη γλώσσα υπάρχει πάντοτε στις υπερβάσεις της, την θέωση, τον έρωτα, την ηδονή και την επιθυμία, και αυτές συνιστούν ακριβώς την αν- ανθρώπινη πλευρά της γλώσσας, από την οποία δεν μπορούμε να διαφύγουμε, γιατί η γλώσσα, όπως αναλύει ο Paul de Man στην Αντίσταση στην Θεωρία, δρα ανεξάρτητα από μας. Η ύλη της γλώσσας μας αγνοεί. Η γλώσσα μάς δημιουργεί, όπως φτιάχνει όλα τα σώματα – τυχαία, και σύμφωνα με τους νόμους της. Οι λέξεις είναι άκαρδες – δεν επιτρέπουν την απόλυτη διαφάνειά τους. Υπάρχει πάντοτε μια «αιδώς» στην «αυθάδεια», και μία «αγωνία» στη «λαγνεία». Το αν-ανθρώπινο της γλώσσας διαθέτει πάντοτε ένα αίσθημα του «deja lu» γιατί έχει αναλάβει πολλές αναβιώσεις.
Τι βλέπουμε, λοιπόν, σε αυτή τη γλωσσική ανανθρώπινη αυθάδεια;
«Ότι αδιακρίτως υπάρχουν και συλλειτουργούν και ταυτίζονται τα μέρη και τα είδη όλα, εν ελευθερία γλώσσης απόλυτη, και ευδοκιμούν απρόσκοπτα και αθόρυβα και ανεξούσια οι επιρρήσεις, σαγαπωθέλετεμας, κρατουμενέχετέμε, θελεισαγαπώσας, μαςμιλησακούω, αιδοιοταυτόφαλλος, ομουγαμησευόμεθα, ανωεμπροσθενοπισωκάτωθεν, αμφιερωτευθημενούτως, μασαγαπούμεσας...» (σελ. 76)
Πόσο λαγνικά, αντι-ερωτικά, σπαρακτικά ή κυνικά είναι τα κείμενα του βιβλίου; Εκεί που ο αναγνώστης περιμένει να βρει υποκείμενο και σημασία, αναδύεται το κείμενο ως αντικείμενο – ο κακός δαίμονας του κειμένου. Όταν το υποκείμενο εμφανίζεται, στην επαναστατική του αφέλεια, την προκλητική του έλξη, την αυτοτιμωρητική του αποχή, την δημιουργική του ανάπλαση, την νομοτελειακή του επαναφορά, το κείμενο γίνεται μοιραίο και προκλητικό: πλήρως και απολύτως γοητευτικό. Μας γοητεύει με την αδιαφορία του.
Η γλώσσα του βιβλίου του Βούλγαρη λειτουργεί σε μια γενική οικονομία, όχι αυτή που υπόκειται σε ελέγχους και περιορισμούς, αλλά  αυτή που κινείται από το υπέρ, το υπόλοιπο, και τις υπερβάσεις ενέργειας που δεν μπορούν να καταναλωθούν, χαμένες χωρίς σημασία. Αυτή είναι η κυριαρχική ταυτότητα, η ανεξάρτητη αυθάδεια του κειμένου. Η γλώσσα της «Αυθάδειας» δεν είναι καθόλου απαρχαιωμένη ή παλαϊκή. Είναι ενεργοποιημένη, ξανά σχεδόν, η γλώσσα της αυλής των Κομνηνών, η δημώδης βυζαντινή – εγώ, ως νεοελληνίστρια, θα έλεγα πρώιμη νεοελληνική, διεκδικώντας ως αντικείμενό μου το βιβλίο. Είναι η γλώσσα των λιανοτράγουδων και της Ρόδου των Καταλογιών, η πετραρχική και ιπποτική των νησιών, αναγεννησιακή και ιδιωματική, διαμορφούμενη μέσα σε πυκνότητα ειδών (βιογραφικών, υμνητικών, φυσιοδιφικών, θρησκευτικο-πολιτικών, αγιολογικών, ιστοριογραφικών, περιηγητικών, δραματικών). Είναι, εντέλει, μια σύγχρονη γλώσσα. Όσο η γλωσσική ιστορία καθίσταται λογοτεχνικά και πολιτικά σύγχρονη. Και όσο η διαχρονία ορίζει την συγχρονία.
Ποιος μιλά αυτή την γλώσσα; Οι φωνές διαμορφώνονται από τις γραφές, και η εξόρυξη του γλωσσικού υλικού κάτω από το χώμα του οικείου γλωσσικού οικοπέδου ανασκάπτει κάθε φορά διαφορετικό ομιλητή. Δεν υπάρχει μεταφυσικό σημαινόμενο, απόλυτα παρόν, ομοιογενές και αναγνωρίσιμο. Ο συγγραφέας είναι οι συγγραφείς και η συγγραφέας, οι γυναίκες είναι ο άντρας και ο άντρας είναι οι γυναίκες, όπως ο λυρικός κανονογράφος, Άγιος Ανδρέας, είναι η ψυχή του, που είναι η Άγαρ.
Τι αισθανόμαστε όταν διαβάζουμε τα κείμενα της «Αυθάδειας»; Νομιμοποιούμαστε μέσω της σοβαρότητας και επισημότητας της γλώσσας, περιβαλλόμαστε με το κύρος της, νιώθουμε άνετα μέσα στην πολιτιστική της νομιμοποίηση, ταυτόχρονα όμως πρόκειται για μια γλώσσα τόσο εξωθημένη από την προσωπική μας, βιοτική και σωματική εμπειρία, τόσο λίγο σχετική και συμβατή με το πολιτικοκοινωνικό μας παρόν, ώστε μπορεί να λειτουργήσει και ως καταφύγιο... Επιπλέον, όμως, ενοχοποιούμαστε από το ιδιωτικό περιεχόμενο των κειμένων – ποιος άλλωστε από μας δεν έχει αναζητήσει στα επίσημα κείμενα ιδιωτικές λεπτομέρειες; Και αυτές οι ενοχές είναι που μας βγάζουν ξανά στον κόσμο, ενισχύοντας, αναγνωστικά, την ενοχική και λαγνική μας ζωή.
Πέραν όμως από τις πρωταρχικές εμμονές της επιθυμίας,  πώς αντιμετωπίζουμε το κείμενο ως αναγνώστες του, ή, μάλλον, πώς αυτό μας τοποθετεί ως αναγνώστες; Τι διαβάζουμε και τι δεν διαβάζουμε στο αναγνώσιμο υλικό του; Πώς το υλικό αυτό είναι αντικείμενο, που παράγεται, διανέμεται και ανταλλάσσεται; Ερωτήματα ανοιχτά στην περιοχή της πολιτικής διαχείρισης της λογοτεχνικής πράξης. Την απάντησή τους αναζητούμε στην μορφή, τις δομές, την φιλοσοφία της γλώσσας του κειμένου. Κυρίως, όμως, στον εαυτό μας, που καλείται, διαβάζοντας, να διαχειριστεί τις ερωτικές του υπερβάσεις.

Η Ελισάβετ Αρσενίου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης







[1] Δες το τελευταίο βιβλίο της Αλεξιάδος, κεφ.15.11.20, για το πένθος της Ειρήνης Δούκαινας.


Η Αυγή, 22/5/20016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου