Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Συνέντευξη ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Αριστερή αυθάδεια, τέχνη λαγνεύουσα;


ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Αυθάδεια λαγνεύουσα, Ερωτικές ιστορίες και φαντασίες, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 80

»Ερωτικός και απρόσμενος ο Κώστας Βούλγαρης στο καινούριο του βιβλίο, τόσο λόγω της θεματολογίας όσο και της γλωσσικής μορφής του. Σε αντίθεση με το συγγραφικό στίγμα που έχει αποτυπώσει κατά την τελευταία δεκαπενταετία (: στο συγκεφαλαιωτικό Το εμφύλιο σώμα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), τώρα απομακρύνεται με «αυθάδεια» από τα κλασσικά θέματα της (ανδρικής) αριστερής διανόησης, όπως είναι η ιστορία και η ίδια η γραφή.
    Μέσω μιας ιδιόμορφης γλώσσας, πραγματεύεται όψεις της σεξουαλικής πράξης, του ερωτισμού, των ερωτικών συναισθημάτων, με έναν τρόπο που μας παραπέμπει στη ρήση του Σαρτρ:  «Η επιθυμία εκφράζεται με το άγγιγμα, όπως η σκέψη με τη γλώσσα». Με τη συνέντευξη που ακολουθεί, προσπαθήσαμε να φωτίσουμε το εγχείρημά του και τις στοχεύσεις του.

                                              ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΕΛΑ


—Πώς γίνεται ένας αριστερός συγγραφέας, εν μέσω κρίσης, να κάνει στροφή στην ερωτική λογοτεχνία;
Δεν είναι αυτονόητο, ότι ένας αριστερός καλλιτέχνης, μέσα στην κρίση, θα γράψει ποιήματα ή διηγήματα, ή θα κάνει εικαστικά έργα, με θέμα την κρίση. Για παράδειγμα, ο Βάρναλης δεν ασχολήθηκε ποιητικά με το μεγάλο νεοελληνικό συμβάν του 1922, ενώ σιώπησε καθ’ όλη τη δεκαετία του 1940, όπως και στην επταετία της χούντας. Ο Βάρναλης βέβαια ήταν εστέτ, και μόνο έτσι αριστερός, αλλά αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση.
    Σήμερα, η ελληνική κρίση, ως καλλιτεχνική θεματολογία, «πουλάει». Μάλιστα, με την προσθήκη και του μεταναστευτικού, το προϊόν γίνεται ακόμα πιο ερεθιστικό, σχεδόν περιζήτητο. Ήδη εκδόθηκε μια ανθολογία ελληνικών «ποιημάτων της κρίσης» μεταφρασμένων στα αγγλικά, ενώ ακόμα και ο κινέζος εικαστικός Ai Weiwei κατέφθασε στην Μυτιλήνη, βρίσκοντας τρόπο να «αξιοποιήσει» το ανθρώπινο δράμα.
—Ο έρωτας είναι αυτόχρημα απελευθερωτικός;
Αυτή είναι η εμμονή μιας αισθητικά αμήχανης, περιοριστικής εκδοχής του μοντερνισμού, που γενικεύει μέχρις εσχάτων και προτείνει τον έρωτα ως φάρμακο διά πάσαν νόσον και παν αδιέξοδο του κόσμου τούτου. Πρόκειται για μια αντίληψη ήδη ξεπερασμένη από την εποχή που μας τελείωσαν τα «παιδιά των λουλουδιών».
    Δεν στρέφομαι λοιπόν στην ερωτική λογοτεχνία, αλλά σε μια ερωτική θεματολογία, στοχεύοντας, διά της γλώσσας και των υπόλοιπων στοιχείων του ύφους, σε μια ανοίκεια λογοτεχνική μορφή. Η μορφή του έργου τέχνης είναι «ο ρυθμός του κόσμου», όπως τον βλέπει και τον ζει ο καλλιτέχνης, και όπως τον βιώνει ο αναγνώστης/θεατής μέσα από το έργο τέχνης. Το περιεχόμενο βέβαια δεν παύει να υπάρχει, να έχει ισότιμο ρόλο, και εν προκειμένω είναι κι αυτό απρόσμενο. Γιατί το περιεχόμενο οφείλει να συνάδει με τη μορφή, ενίοτε και σε κόντρα ρόλο. Άλλωστε, μόνο έτσι μορφή και περιεχόμενο συνθέτουν το έργο τέχνης, καταργώντας την ίδια τη διάκρισή τους.
—Θα επιμείνω στη «λογοτεχνία της κρίσης». Δεν λειτουργεί και σαν καθρέφτης της στιγμής;
Σε τέτοιες, σημαντικές ιστορικές περιόδους, το ζητούμενο είναι αν η τέχνη, διά της μορφής της, μπορεί να μιλήσει για την τραγικότητα της ιστορικής στιγμής, να μας προσφέρει ενδεχόμενες μορφές, δηλαδή τρόπους, χειραφέτησης και εξόδου από αυτή την τραγικότητα. Όπως έκαναν για παράδειγμα τα κινήματα του μοντερνισμού, μετά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Αντίθετα, κάθε φορά η τρέχουσα λογοτεχνία, η τρέχουσα τέχνη, απλώς αναπαριστά, μόνο διά της θεματολογίας της, την δραματικότητα των συμβάντων, όπως έκανε π.χ. η λεγόμενη αντιπολεμική λογοτεχνία, επίσης μετά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
    Πρόκειται για δύο διαφορετικές απαντήσεις, για δύο διαφορετικές στάσεις. Η πρώτη, αφορά το πεδίο της τέχνης και των ιδεών. Κι έτσι, μιλά ουσιωδώς για το ιστορικό παρόν. Η δεύτερη, αφορά κυρίως τον πολιτισμό και τις πρόσκαιρες κοινωνικές ζητήσεις. Συνήθως, καταφεύγει σε απλοϊκές αναπαραστάσεις της κρίσης.
—Η ιστορική συγκυρία δεν επηρεάζει το έργο και τη στάση του καλλιτέχνη;
Είναι σεβαστή η προσπάθεια της τέχνης να διαχειριστεί την εκάστοτε ιστορική συγκυρία, και την ανάγκη της κοινωνίας να πορευθεί με έναν κάποιο τρόπο. Αυτό άλλωστε έκανε, πολύ συστηματικά, ιδιαίτερα με τα δοκίμιά του, ακόμα και με τη δήλωσή του επί χούντας, ο Σεφέρης. Δεν είναι όμως αυτή η μόνη καλλιτεχνική στάση, και σίγουρα όχι η πιο ριζοσπαστική. Για παράδειγμα, το πρόταγμα του Βάρναλη είναι η χειραφέτηση, ένα πρόταγμα πολύ ευρύτερο από την πρόσκαιρη και άνευ όρων επιβίωση. Και το κατέθεσε συστηματικά με το έργο του, το οποίο βρίθει ιδεών, διερευνά τα επίδικα της χειραφέτησης, πλημμυρίζει από διονυσιασμό. Υποστήριξε δε αυτό το πρόταγμα ακόμα και με τη σιωπή του για τα ζητήματα της συγκυρίας, όσο σημαντική κι αν ήταν η εκάστοτε συγκυρία. Μια ανάλογη απάντηση είναι ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι, στα χρόνια της χούντας.

—Τη γλώσσα του βιβλίου σας θα την χαρακτήριζα «βυζαντινότροπη». Ποιο σκοπό εξυπηρετεί μια τέτοια γλώσσα;
—Αυτή τη «βυζαντινότροπη» γλώσσα τη δοκιμάζω συνεχώς τα τελευταία χρόνια, και μου αρέσει όλο και περισσότερο. Όσο προχωρά η κρίση, σχεδόν ταυτίζομαι μαζί της. Προσφέρει βέβαια μια ανοικείωση, αυτό είναι σίγουρο. Θα μπορούσαμε όμως να πούμε ότι παραπέμπει και σε μια μεγάλη, μεταβατική ιστορική διάρκεια, από το τέλος του αρχαίου κόσμου μέχρι τις απαρχές των νεότερων χρόνων. Αυτή η μεγάλη διάρκεια, απολύτως σχηματικά, ή, αν θέλετε, εξαντλώντας την ελευθερία του λογοτεχνικού λόγου, μπορούμε να την ορίσουμε από την Υπατία μέχρι τον Αβερρόη.
     Όμως, μέσα σε εκείνη τη μακρά διάρκεια της κρίσης, εμφανίστηκαν λογοτεχνικά είδη όπως ο κέντρωνας, που ενσωμάτωσαν λογοτεχνικά τη μεταβατικότητα της ιστορικής περιόδου. Με κορυφαίο παράδειγμα την τραγωδία Χριστός πάσχων, που αντλεί το υλικό της από σπαράγματα του Ευριπίδη, με τρόπο αντίστοιχο της φιλοσοφικής πρακτικής του Αβερρόη, ο οποίος αντλεί τα δικά του σπαράγματα από τον Αριστοτέλη, ή τα αποδίδει στον Αριστοτέλη. Ο Χριστός πάσχων και ο Αβερρόης, τόσο πρώιμα, καταργούν την έννοια του Συγγραφέα και την έννοια του Φιλοσόφου, ως «δημιουργών» κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού.
—Βλέπετε κάποια αντιστοιχία με τη σημερινή εποχή;
Τώρα, ζούμε τη μεγάλη διάρκεια της κρίσης της νεωτερικότητας. Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, ότι η πεζογραφία που ορίζεται μέσα στην κρίση του μοντερνισμού, και στοχεύει μετά από αυτόν, ξεκινά με σημεία αναφοράς της τον Αβερρόη και τον κέντρωνα, αναπτύσσοντας μια ανάλογη λογοτεχνική πρακτική. Αναφέρομαι στο έργο του μεγάλου αργεντινού, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, όπως και σε αυτό των άξιων συνεχιστών του, όπως ο Χούλιο Κορτάσαρ ή οι δικοί μας Γιάννης Πάνου και Θανάσης Βαλτινός.
—Εκτός όμως από τους συμβολισμούς αυτής της γλώσσας, βλέπουμε να προκύπτει, ακριβώς μέσα από το «βυζαντινότροπο» ύφος που κυριαρχεί, ένας διάχυτος και απολαυστικός ερωτισμός.
Προνομιακή πηγή της γλώσσας του βιβλίου μου είναι τα πατερικά κείμενα και οι βυζαντινοί συγγραφείς, καθώς και τα αντίστοιχα λεξικά. Σε αυτά τα κείμενα, ο ερωτισμός είναι απαγορευμένος, ή μάλλον εξωφρενικά καταπιεσμένος. Έτσι, βρίσκει διέξοδο σε ύμνους και εγκώμια, σε λυρικές περιγραφές και γλωσσική καλλιέπεια, που έχουν μια απίστευτη γλωσσική ένταση. Αλλά έχουν και μια εξίσου ισχυρή ερωτική ένταση, επιμελώς καλυμμένη κάτω από έναν θρησκευτικό μανδύα.
    Μια γεύση από τούτες τις δύο εντάσεις θέλησα να αποσπάσω, αντλώντας λεκτικό υλικό από αυτά τα κείμενα. Ο διάχυτος ερωτισμός προκύπτει, όταν αυτές οι λέξεις συναντούν τον λόγο της ψυχανάλυσης, και ειδικότερα τον λόγο του Λακάν, ή τον λόγο περί φύλου, ή τα στερεότυπα των ερωτικών σχέσεων: εκεί ακριβώς, εκβάλλουν όλο το ερωτικό φορτίο τους. Γιατί τα σημαντικά κείμενα, όπως είναι τα πατερικά και τα βυζαντινά, πάντα έχουν να μας πουν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Και συνήθως μας το λένε, όταν συναντούν άλλα πολιτισμικά συμφραζόμενα και άλλα εννοιολογικά περιβάλλοντα.
    Επιπλέον, έτσι το λογοτεχνικό κείμενο γίνεται διαλογικό, αντί για μονολογικό, ανοίγοντας δρόμους μετά τον μοντερνισμό. Αν είναι ταυτόχρονα και απολαυστικό, όπως λέτε, ακόμα καλύτερα.
     «Ανέκαθεν, την συζυγίαν αποζητούσα. Εις πατρωνίας ασφάλεια προσβλέπουσα και εις τεκνοποιΐας δωρεά. Ώστε, αντί τυχαιότητος σύμπτωμα, ονόματος και εννοίας καταστώ άξια, ευμοιρίας δε και ευδαιμονίας εχέγγυος.
    Ούτε ένα πρόσωπο να φορέσω εύρον, ούτε ευτυχία, μηκέτι απόλαυση∙ όλεθρος ήτο...»
—Οι μικρές ιστορίες από τις οποίες αποτελείται το βιβλίο, διαχειρίζονται σχεδόν όλα τα θέματα που άπτονται του ερωτικού ζητήματος. Π.χ., ηδονή, παρθενία, εκσπερμάτωση, έμφυλη διάσταση, γάμος, οργασμός. Αν προσθέσουμε τα συναισθήματα και τις καταστάσεις μέσα στην ερωτική σχέση, όπως αγάπη, χωρισμός, πίστη, απιστία, διπολισμός, θλίψη, η γκάμα μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Και όλα αυτά σε 80 σελίδες. Πώς επιτυγχάνεται μια τέτοια συμπύκνωση;
Πρόκειται για την κίνηση που σας περιέγραψα αμέσως πριν, αλλά τώρα σε αντίστροφη φορά. Δηλαδή, ψυχαναλυτικές έννοιες, ερωτικά στερεότυπα και συμπεριφορές, συναντούν αυτή τη «βυζαντινότροπη» γλώσσα, σχεδόν προσκρούουν πάνω της. Και προσκρούουν με το δικό τους γλωσσικό φορτίο, με τις δικές τους λέξεις, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα νομίζω πολυφωνία, όχι μόνο γλωσσική, αλλά πολιτισμική και ιστορική. Ως αποτέλεσμα της πρόσκρουσης, επίσης προκύπτει ο ερωτισμός, αλλά, θέλω να ελπίζω, και η διαύγαση εννοιών και αντιλήψεων, όσο στριφνές ή φθαρμένες κι αν είναι αυτές, διαύγαση που μπορεί να συμβεί μόνο μέσα στο λόγο της τέχνης.
    «Ασυντελής και απρόσφορος η εναγώνιος της εκσπερματώσεως τελεσφορία. Ότι υπορρήτως αναπαρίσταται η σπορά και η αναπαραγωγή και του χρόνου το κυκλικόν, ως κατά της γεωπονίας και των ζώων την συνήθεια.
    Εις εκείνους τους μανιώδεις, τους καταμετρώντας του έργου το αίσιον διά εκχυλισματικών τροπαίων, ως νίκες δήθεν ζωής επί θανάτου, αρμόζει η επιτίμηση και η αποστροφή: άφησε τους νεκρούς θάψουν τους εαυτών νεκρούς...»
—Πάντα η τέχνη έχει κάποιες θεωρητικές αναφορές. Ποιες είναι οι δικές σας;
Το βιβλίο μου ανήκει στο ρεύμα της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας, που αποτελεί μια μετεξέλιξη του κέντρωνα, έχοντας ενσωματώσει και μία ακόμα μεγάλη αφηγηματική τομή, εκείνη της πολυφωνικότητας του Ντοστογιέφσκι. Μια τέτοια λογοτεχνική μορφή, παραπέμπει σε ανάλογες θεωρητικές συνάφειες. Φυσικό λοιπόν να θεωρώ ότι το πιο ενδιαφέρον και προωθημένο θεωρητικό πεδίο των τελευταίων ετών έχει χαρακτήρα επιτελεστικό: είναι αυτό των Ζαπατίστας, στην επαρχία Τσιάπας του Μεξικού, όπου όλα τα μεγάλα ζητήματα, της γλώσσας, της εξουσίας, της δομής, της ταυτότητας, των ανθρώπινων σχέσεων, της χειραφέτησης, δοκιμάζονται στην πράξη.
    Μάλιστα, πριν από λίγους μήνες ο υποδιοικητής Μάρκος «απέσυρε» την ίδια την περσόνα του, δηλαδή το υποκατάστατο του πολιτικού Ηγέτη. Αυτή η κίνησή του δεν αφορά μόνο την πολιτική αφήγηση, αλλά συνιστά μια σημαίνουσα, ευρύτερη θεωρητική στιγμή. Για την εν γένει αφηγηματολογία και τη θεωρία της λογοτεχνίας, είναι μια θεωρητική τομή ανάλογης σημασίας με εκείνη του Ρολάν Μπαρτ, όταν μίλησε για τον «θάνατο του Συγγραφέα».


ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 3/4/2016

1 σχόλιο: