Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΗ μεταμυθοπλασία


[Από το βιβλίο Το εμφύλιο σώμα]
  
Κεντρώνω (ρ. μετ.). Νύσσω διά κέντρου∙ κτυπώ ή τρυπώ με το κεντρί∙ τσιμπώ.||Εμβολιάζω, εγκεντρίζω φυτόν∙ φελιάζω.||Πλησιάζω ή φθάνω εις το κέντρον (του ουρανού): εκέντρωσεν ο ήλιος.
     Κέντρωνες (οι). Αρχαίος γαλατικός λαός, οικών εν τη περιοχή των Άλπεων.
     Κέντρων – ωνος (ο), λατ. cento. Λογοτεχνικόν είδος. Ενεφανίσθη από του τέλους της αρχαιότητος. Η αυτοκράτειρα Ευδοκία, ο μελωδός Κοσμάς και άλλοι εποίησαν κέντρωνας, εκ στίχων του Ομήρου ιδίως, τα άλλως λεγόμενα ομηρόκεντρα, μία δε τραγωδία εκ 2640 στίχων υπό τον τίτλον «Χριστός πάσχων», αποδιδομένη εις Γρηγόριον Ναζιανζηνόν, συνετέθη υπό του αγνώστου συγγραφέως της εκ στίχων ους ηρανίσθη εκ γνωστών δραμάτων του Ευριπίδου. Ανάλογα λατινικά εποιήθησαν εκ στίχων του Βιργιλίου. Πλήθος κεντρώνων παρήγαγον, κυρίως κατά τον Μεσαίωνα, οι μοναχοί τόσον του Βυζαντίου όσον και της Δύσεως.

     Εις την θεωρητικήν θεμελίωσιν του κέντρωνος προέβη ο Αμπουλχαλίντ Μουχάμαντ ιμπν Άχμαντ ιμπν Μουχάμαντ ιμπν Ρουσντ, ακολούθως ονομασθείς Μπενραΐστ, μετέπειτα Αβενρίζ, ύστερον Αμπέν-Ρασάντ ή και Φίλιους Ροσάντις, μετά δε παρέλευσιν ενός αιώνος αποκληθείς Αβερρόης, δώσας κοσμολογικήν και ανθρωπολογικήν σημασίαν εις τον ποιητικό νου. Κλίνων προς τας πανθεϊστικάς αρχάς, υπεστήριξε ότι δεν υπάρχει παρά είς μόνος ποιητικός νους διά πάντας τους ανθρώπους και ότι η ιδιαιτέρα ψυχή εκάστου ανθρώπου, προωρισμένη να χαθή μετά του σώματος, δεν γίνεται ικανή να διανοείται παρά μόνον εκ της παροδικής της ενώσεως μετά του καθολικού νου.
     Σπουδάσας Θεολογίαν, Κανονικόν Δίκαιον, Ιατρικήν, Μαθηματικά και Φιλοσοφίαν, εφήρμοσεν την θεωρίαν του αντιμετωπίσας τον Αριστοτέλη κατά τρεις τρόπους: α΄) αναφέρων εκάστην παράγραφον του έργου του και εξηγών αυτήν κατά λέξιν∙ β΄) αναφέρων τας πρώτας λέξεις εκάστης παραγράφου και εξηγών κατόπιν το σύνολον, χωρίς να διακρίνηται, εκ πρώτης όψεως, τι ανήκει εις αυτόν και τι εις τον Αριστοτέλη, και γ΄) παραφράζων ή μάλλον συνθέτων ολόκληρα φιλοσοφικά δοκίμια, με τους ιδίους τίτλους του έλληνος φιλοσόφου.
     Ο Αβερρόης, γόνος καλλίστης οικογενείας της Ανδαλουσίας, εγεννήθη εν Κορδούη, τω 1126, και απέθανεν εν Μαρόκω, τω 1198.

ΠΩΣ ΗΤΑΝ το γραφείο του Εμμανουήλ Ροΐδη, όταν έγραφε την Πάπισσα Ιωάννα; Σίγουρα θα στέναζε από τις στοίβες των σκωληκόβρωτων τόμων. Διότι η «παρέκκλιση» του Ροΐδη, ειδολογική και εν ταυτώ υφολογική, είχε ως προϋπόθεση το εξής απλό: έγραφε διαβάζοντας. Τι διάβαζε; Τα πάντα, αδιακρίτως. Ως τι έγραφε; Ως ιστοριοδίφης, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, εγκυκλοπαιδιστής, σατιρικός συγγραφέας, στοχαστής, λογοτέχνης, αναγνώστης. Ο Ροΐδης γράφει στα όρια των ειδών.
     Έτσι, σε ανύποπτο χρόνο, θεμελίωσε μια παρεκκλίνουσα κατεύθυνση της πεζογραφίας μας, με την Πάπισσα να αποτελεί μια στάση/αποστασία στην ιστορία του αφηγηματικού λόγου: ο υπότιτλος, «μεσαιωνική μελέτη», ο μακρύς πρόλογος, «Τοις εντευξομένοις», οι 56 σελίδες της «Εισαγωγής», οι 52 σελίδες «Σημειώσεων» στο τέλος του βιβλίου, καθώς και οι υποσέλιδες, που όλα τους αποτελούν μέρη του μυθιστορήματος και στοιχεία της αφήγησης, η οργιαστική διακειμενικότητά του, η επίσης οργιαστική ποικιλία τρόπων με τους οποίους χρησιμοποιεί (ή εφευρίσκει...) τις πηγές και τα δάνειά του, η σχέση τής Πάπισσας με τις ιστορικές μελέτες του ιδίου θέματος, ο ενδοαφηγηματικός σχολιασμός των εν λόγω πηγών, οι ψευδώνυμες Επιστολές ενός Αγρινιώτου, τις οποίες ο ίδιος ο Ροΐδης έγραψε και δημοσίευσε, υπερασπιζόμενος και επεκτείνοντας την Πάπισσα, κλπ κλπ, δημιουργούν μια πρωτοφανή ανοικείωση του μυθιστορηματικού λόγου. Ως ήταν μάλλον φυσικό, χρειάστηκε περισσότερο από ένας αιώνας μέχρι η Πάπισσα να βρει τη συνέχειά της, στο ρεύμα της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας, όπου και η δικιά μου πεζογραφία μετέχει.
     Σήμερα, στην ηλεκτρονική εποχή, εκτός από τους στοιβαγμένους τόμους, έχουμε και τις άπειρες σκαναρισμένες σελίδες, «κατεβασμένες» από τις ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες. Ο υπολογιστής λοιπόν είναι το εργαστήριο της δικιάς μου γραφής, συχνά με την οθόνη του χωρισμένη στη μέση: από τη μια «τρέχει» το κείμενο που διαβάζω και από την άλλη αυτό που γράφω.
     Τι διαβάζω, όμως; Το να προσφεύγεις σε διάφορα βιβλία και δημοσιεύματα, σχετικά με το θέμα σου και την εποχή όπου εκτυλίσσεται η πλοκή του αφηγήματός σου, είναι η συνήθης πρακτική των συγγραφέων ιστορικών μυθιστορημάτων, ήδη από την εποχή του Ραγκαβή και του Αυθέντη του Μωρέως. Τι διαφορετικό κάνει ένας συγγραφέας πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας;
     Η διαφορά δεν βρίσκεται στο τι κείμενα διαβάζει, αλλά στο τι διαβάζει στα κείμενα που διαβάζει. Όλοι παίρνουμε στοιχεία και πληροφορίες, συχνά από τα ίδια κείμενα, όμως η πολυφωνική μεταμυθοπλασία χρειάζεται κάτι περισσότερο: τις φωνές της ιστορίας, όπως υπάρχουν σε κάθε είδους κείμενο. Αυτές μεταφέρει στον λόγο τού μεταμυθοπλαστικού αφηγήματος, κάποτε και «αυτούσιες». Αυτές οι φωνές είναι οι «χαρακτήρες» των αφηγημάτων μου, που ποτέ δεν είναι «ολοκληρωμένοι» και αρραγείς, όπως άλλωστε παρατήρησαν κάποιοι. Μάλιστα, ο κάθε «χαρακτήρας» συντίθεται από θραύσματα πολλών φωνών (όπως και άλλα πράγματα του κόσμου τούτου, θα πρόσθετα, κινδυνεύοντας να παρεξηγηθώ).
     Γράφοντας, περνάω πολύ ωραία με τόση φασαρία γύρω μου, με τόσες φωνές, του παρελθόντος ή και του παρόντος, που δεν μου ψιθυρίζουν ενδόμυχα αλλά μου φωνάζουν από τα παρακείμενα ράφια της βιβλιοθήκης ή απ’ το αριστερό μέρος της οθόνης. Κάποτε με σκουντάνε κιόλας, αφού τους έδωσα το θάρρος, εγείρουν απαιτήσεις απίστευτες, παίρνουν μόνες τους τη θέση τους στο κείμενο που γράφω, συμπληρώνοντας τις παραγράφους και τις προτάσεις. Μαζί γράφουμε το κείμενο.
     Κάθε μία απ’ αυτές τις φωνές έχει τον δικό της ήχο, τον δικό της ρυθμό, τη δικιά της αγωνία, δηλαδή όλα όσα συνθέτουν τη δικιά της μορφή, τη δικιά της αλήθεια, έστω κι αν τα λόγια της άλλα σήμαιναν στην πρότερη ζωή της. Είναι βασανιστική η διαδικασία να διαλέξεις τις φωνές και να τις συνταιριάξεις. Πολλές απ’ αυτές θα πρέπει να τις μάθεις να συνυπάρχουν, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Η έπαρση, εκείνο το παροιμιώδες «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», καθώς και η ψευδαίσθηση της «μοναδικότητας» του καθενός, δεν ανακαλύφθηκαν από τους λογίους της εποχής μας...
     Σχεδόν πάντα, κάποιοι άλλοι πεζογράφοι έχουν αναμετρηθεί με το «θέμα» σου. Τι κάνεις μ’ αυτούς; Τους καλείς στο πάρτι; Δεν θα ήταν πιο εύκολο να πάρεις αυτών τις φωνές; Άλλωστε, είναι επεξεργασμένες, καλλιεργημένες και οικείες στον αναγνώστη, συχνά δε πιο εύηχες απ’ τις δικές σου. Γιατί να παιδεύεσαι με τις φωνές διαφόρων, άξεστων και ανάγωγων, που ποτέ δεν σκέφτηκαν τη γραφή σαν ύψιστο ιδεώδες, σαν το αεράκι της ψυχής που δροσίζει το τραπέζι τού συγγραφέα μέσα στη λάβρα τού μεσημεριού, όταν καθισμένος στη βεράντα του καλεί την «έμπνευση» να τον συνεπάρει, ώστε η φαντασία του να καλπάσει σε άλλους τόπους κι εποχές, σε πάθη, σε έρωτες και ήθη – και Συριανούς συζύγους, όπως ο ίδιος ο Ροΐδης ειρωνεύτηκε το σχετικό διηγημάτιόν του... Σπάνια, λοιπόν, καλώ στο πάρτι φωνές άλλων πεζογράφων. Γιατί η περιβόητη διακειμενική ελευθερία φτωχαίνει απελπιστικά τον ορίζοντα, περιοριζόμενη στα κείμενα των ομοτέχνων.
     Αλλά και όταν επιλέγω να συνομιλήσω με κείμενα της τέχνης του λόγου, περιορίζομαι στον διάλογο, συχνά δε στην αντιπαράθεση με συνοδοιπόρους στο είδος της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας, αφού η περιπέτεια της γραφής είναι περιπέτεια και διεκδίκηση της μορφής, μέχρι εσχάτων. Συχνότερα όμως, και μάλλον συστηματικά, συνομιλώ ανοικτά με τη συμπορευόμενη ποίηση, αναγκάζοντας έτσι τον ποιητικό λόγο να απεκδυθεί την ιστορική αίγλη τού είδους και να δοκιμαστεί ως γυμνό κείμενο, μέσα σε ένα καινούριο γυμνό κείμενο, στο οποίο είναι εμφανείς οι ραφές που συνδέουν τα άπειρα κομμάτια τού σώματός του. Εν προκειμένω, λειτουργώ περισσότερο ως κριτικός ποίησης, όπως άλλοτε ως δοκιμιογράφος, ως αριστερός, κάποτε ως πελοποννήσιος κλπ – νομίζω όμως ποτέ ως συγγραφέας κοινωφελών μυθιστορημάτων.
     Τέλος, είναι φυσικό και τα δικά μου κείμενα, αφηγηματικά και δοκιμιακά, να τα αντιμετωπίζω ως υλικά για επόμενα δικά μου κείμενα, αφηγηματικά ή δοκιμιακά, αδιακρίτως, μαζί με τα κείμενα των άλλων. Έφθασα, μάλιστα,  σε κάποιο αφήγημά μου, να ενσωματώσω φράσεις από κριτικές σε ένα προηγούμενο αφήγημά μου, ή ακόμα και (πραγματικές) επιστολές αναγνωστών ενός άλλου βιβλίου μου... Αλλά και η Μαρία, η διορθώτριά μου, μετέχει κι αυτή στη γραφή, αν και τίποτα τελικά δεν διορθώνει, αφού κι εγώ είμαι, δηλαδή έγινα, εξ ίσου καλός διορθωτής κειμένων∙ όμως ο ίσκιος της δίνει στη γλώσσα το περιβάλλον ασφαλείας που χρειάζεται για να αναπνεύσει, συχνά δε η γλώσσα δοκιμάζει τα όρια της Μαρίας, σαν κακομαθημένο παιδί, πάντα σίγουρο για την αγάπη της και την αποδοχή της.
     Στο παροιμιώδες ερώτημα, «Πώς γράφεται η πεζογραφία;», οι παραδοσιακοί συγγραφείς απαντούν ομοφώνως: «Διαβάζοντας πεζογραφία». Οι δε λάτρεις των πολιτισμικών σπουδών απαντούν, επίσης ομοφώνως: «Διαβάζοντας πολιτισμικές σπουδές». Ας πρόσεχαν. Οι προθήκες των βιβλιοπωλείων βρίθουν από μυθιστορήματα που έχουν γραφεί με «έμπνευση» και «φαντασία», με «πληροφορία» και «πολιτική ορθότητα», και παρέχουν αφειδώς μυθοπλασία και ηθογραφία∙ μάλιστα, ο Συριανός σύζυγος του Ροΐδη πάτησε το πόδι του και στο θεατρικό σανίδι... Καλά να είναι οι σύζυγοι, όπως και οι άνθρωποι που γράφουν την πεζογραφία της εποχής, καθώς και οι αναγνώστες που τη ζητούν και την απολαμβάνουν. Δεν με αφορά ως λογοτεχνία, παρά μόνο ως ιστορία.

Ο ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ κύκλος Το εμφύλιο σώμα, όπως είχε εξ αρχής δηλωθεί, στόχευε σε μια ευρύτερη σύνθεση. Η δεκαπενταετής διαδρομή του περιλαμβάνει πεζογραφήματα και δοκίμια, διαχέεται σε κείμενα, συλλογικούς τόμους και εν γένει δημόσιες παρεμβάσεις μου. Τώρα, νομίζω πως ήρθε η στιγμή να εκθέσω τις επιλογές μου, ως προς τη δομή και την εκδοτική του μορφή.
     Σχετικά εύκολα απέρριψα τη λύση της μεταμοντέρνας πολιτικής ηθογραφίας, τον παραθετικό, ανώδυνο και εν τέλει αποενοχοποιητικό σχολιασμό στερεοτύπων της μικροαστικής αντίληψης και νοημοσύνης, δηλαδή τη δυνατότητα να προσθέσω κι εγώ μερικές άνετα καλογραμμένες σελίδες επαρχιακής λογοτεχνίας, σε αυτόν τον τεράστιο όγκο που ενδημεί σε όλες τις χώρες και τις γλώσσες.
     Με απασχόλησε όμως επί πολύ η τελική γενίκευση, η συμπίεση που θα οδηγούσε στην εκτυφλωτική έκρηξη, όπου τα πρόσωπα, πεσμένα πια από τα βάθρα της διογκωμένης υποκειμενικότητάς τους, θα έπαιρναν την ανάλογη θέση τους, θα χάνονταν δηλαδή μέσα στο πλήθος.
     Μια τέτοια γενικευτική απόληξη θα ικανοποιούσε βέβαια τον αναγνώστη, που βιαστικά θα κατέτασσε τον συγγραφέα στο ριζοσπαστικό στρατόπεδο, χωρίς να παρατηρήσει πως αυτό από καιρό είναι ξέφραγο. Απ’ την άλλη, θα σχηματιζόταν η εντύπωση ότι ο συγγραφέας οδηγήθηκε στη λύτρωση, ότι ο καλοστημένος διανοητικός μηχανισμός απέδωσε τους καρπούς του.
     Θέλοντας να αποφύγω τέτοιες δυσάρεστες σχηματοποιήσεις, αναγκάστηκα να αγνοήσω και αυτή την επιλογή.
     Έτσι, το Εμφύλιο σώμα καταλήγει στην παρούσα έκδοση, η οποία περιέχει τα βιβλία μου Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο, Τα άλογα της Αρκαδίας, Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη, καθώς και μέρη ή σπαράγματα απ’ όλα τα υπόλοιπα, ενώ κι αυτά με τη σειρά τους περιέχουν σπαράγματα από άλλα κείμενά μου. Όλα τους βέβαια ενσωματώνουν σελίδες, φράσεις, λέξεις, ήχους, από άπειρα άλλα βιβλία, από κείμενα παντός είδους, άπειρων άλλων ανθρώπων, όπως και οι φωνές που μιλούν εδώ αμέτρητες είναι, με κριτήριο και στόχο να συντεθεί μια καινούρια, ευρύτερη αφήγηση, σε δομή ανόμοιων αλλά επάλληλων, ατελεύτητων κύκλων.
     Γιατί πλέον το κείμενο δεν είναι φτιαγμένο από μια γραμμική ακολουθία λέξεων, απ’ όπου αναδύεται μία έννοια μοναδική, αλλά είναι ένας χώρος όπου συνυπάρχουν και αλληλοαμφισβητούνται ποικίλες γραφές, απ’ τις οποίες καμιά δεν είναι η αρχική, αλλά και καμιά δεν έχει τον τελευταίο λόγο. Το δε αισθητικό πρόταγμα αυτής της αφήγησης συντίθεται από μια ακολουθία ασύμμετρων και πολυποίκιλων μορφών. Έτσι διαυγάζεται το ύφος.
     Στη θέση τού έκπτωτου Συγγραφέα έρχεται πλέον ο γραφέας, ο οποίος δεν διακατέχεται από πάθη, κέφια, αισθήματα, εντυπώσεις, αλλά έχει στη διάθεσή του το απέραντο εκείνο λεξικό, απ’ όπου αντλεί μια γραφή που δεν σταματά ποτέ, που χάνεται στα βάθη του χρόνου, όπως την περιέγραψε ο Ρολάν Μπαρτ. Μια γραφή που, αρνούμενη να αποδώσει στο κείμενο κάποιο κρυμμένο μυστικό, δηλαδή μία έσχατη έννοια, ελευθερώνει μια δραστηριότητα την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αντιθεολογική, καθαρά επαναστατική, γιατί αρνούμενη να σταματήσει την κίνηση των εννοιών, αρνείται τον Θεό και τις υποστάσεις του, το λογικό, την επιστήμη, τον νόμο, τη λογοτεχνία.

ΓΡΑΦΕΙ με αρκετή σιγουριά, από τα δεξιά προς τ’ αριστερά· η προσπάθεια κατασκευής συλλογισμών και σύνδεσης μακροσκελών παραγράφων δεν τον εμποδίζει να απολαύσει, σαν να ’ναι σε κατάσταση ευεξίας, το βαθύ και δροσερό σπίτι που τον περιστοιχίζει.
     Στα βάθη της σιέστας γουργουρίζουν ερωτευμένα περιστέρια· από κάποια αθέατη αυλή αναβλύζει το κελάρυσμα ενός σιντριβανιού· κάτι μες στο σώμα του Αβερρόη, που οι πρόγονοί του έρχονται απ’ τις αραβικές ερήμους, ευγνωμονεί την επιμονή του νερού. Κάτω είναι οι κήποι, το μποστάνι· κάτω είναι ο πολυάσχολος Γουαδαλκιβίρ και, πιο πέρα, η αγαπημένη πολιτεία, η Κόρδοβα, το ίδιο ξακουστή με την Βαγδάτη ή το Κάιρο, σαν ένα σύνθετο και λεπτεπίλεπτο όργανο, και ακόμα πιο πέρα (κι αυτό το αισθάνεται ο Αβερρόης) απλώνεται έως τα πέρατα η γη της Ισπανίας, που δεν έχει να επιδείξει πολλά πράγματα, αλλά που το καθένα απ’ αυτά μοιάζει να υπάρχει μ’ έναν τρόπο ουσιαστικό και αιώνιο.
     Το φτερό τρέχει πάνω στο χαρτί, τα ακαταμάχητα επιχειρήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, κι ωστόσο, μια εντεινόμενη ανησυχία υποσκάπτει την ευδαιμονία του Αβερρόη.
     Αφήνει κάτω το φτερό. Αναλογίζεται (χωρίς να το πολυπιστεύει) ότι αυτό που ψάχνουμε είναι συνήθως πολύ κοντά μας. Για μια στιγμή, νιώθει να τον καταλαμβάνει το δέος του απείρως άπειρου, του απόλυτου χώρου, της απόλυτης ύλης. Κοιτάζει τον συμμετρικό κήπο· αισθάνεται γερασμένος, μάταιος, εξωπραγματικός. Νιώθει μια γλυκιά, ήρεμη θλίψη.
     Παίρνει τα χειρόγραφά του, τα βάζει με τη σωστή χρονολογική σειρά και τα αποθέτει στο σιδερένιο κιβώτιο, στρώνοντας τα τελευταία στον πάτο και ανεβαίνοντας ολοένα προς την επιφάνεια. Κλείνει το κιβώτιο και το σπρώχνει βαθιά κάτω απ’ τα ξύλα του κρεβατιού. Ύστερα, αφήνει το κλειδί να γλιστρήσει σε μια σχισμή του τοίχου, ανάμεσα στις πέτρες που το καταπίνουν ως τα θεμέλια.
 Νιώθει την επιθυμία για ένα τελευταίο κείμενο. Δεν προσπαθεί να εξηγήσει γιατί αυτό θα είναι μια επιστολή, και μάλιστα απευθυνόμενη σε έναν παλιό του δάσκαλο: «Διαπιστώνω ξαφνικά ότι η γοητεία των ρητορικών σχημάτων με παρασέρνει στην εξωτερίκευση ενός σκοτεινού, αβυσσαλέου μίσους, που πρέπει από καιρό να φώλιαζε στα άδυτα της ψυχής μου. Συχνά, αφήνω στη γραφή μου μεγάλα κενά λόγου, προσποιούμενα τις ρητορικές σιωπές, στην πραγματικότητα όμως έχω ανάγκη να συμμαζέψω το μυαλό μου, να καταπραΰνω την αφόρητη, ενσώματη ένταση που δονεί την ψυχή μου. Έπρεπε άραγε, καλέ μου δάσκαλε, να περάσουν τόσα χρόνια για να βρω το θάρρος να σου ομολογήσω, ότι μισώ την τέχνη του λόγου, εκείνη που ξέρει να κλέβει την αλήθεια; Δεν αναφέρομαι βέβαια στην αγωνία της λογοτεχνίας να βρει έναν χώρο στο σύμπαν, για τη δικιά της ζωή και τη δικιά της αλήθεια, αλλά στην ύπουλη και χυδαία διεκδίκηση ενός χρηστικού ρόλου, με σαγηνευτική δουλοπρέπεια και μιαν αλλόκοτη βουλιμία».
Κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο και αφήνει το βλέμμα του να αγγίξει τις αχνές κορυφογραμμές. Οι μαύροι καθρέφτες των ματιών του, βουλιάζοντας στο άπειρο, πολλαπλασιάζουν ασημένια ελαιόδεντρα, σκουρόχρωμα πεύκα, κίτρινα σπάρτα, πικροδάφνες και κυπαρίσσια. Μένει έτσι ακίνητος, μέχρι που αισθάνεται τον ήλιο να δύει. Αρχίζει να μιλά χαμηλόφωνα και αργά, σαν να υπαγορεύει σε κάποιον ίσως στον εαυτό του τη συνέχεια της επιστολής: «Δεν είναι ηθική η ζωή που απλώς υπόκειται σε αφηρημένους κανόνες, αλλά εκείνη που δέχεται να παιχτεί, να εκτεθεί σε κίνδυνο, αμετάκλητα, δίχως επιφυλάξεις, όπως εκείνη η λογοτεχνία που συναντά τη γλώσσα και παίζει τον εαυτό της, εκθέτει σε κοινή θέα την αδυναμία της να αναχθεί σε γλώσσα».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου