Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Κριτική, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

Ο λάκκος με τα φίδια




Φέρνω στο μυαλό μου τους σαγηνευτές των φιδιών. Με το τουρμπάνι, την ανοιχτή τους καλαθούνα, το φλάουτο, τον κροταλία και ασφαλώς τον κόσμο που στέκει παράμερα και κάνει χάζι. Τρόπον τινά όσοι καταγινόμαστε με τη λογοτεχνική γραφή φέρουμε κατιτί από τους Ινδούς αυτούς τουρμπανοφόρους. Εννοώ τη σαγήνη του λόγου δια του οποίου ξεδιπλώνουμε το θέμα και θέτουμε σε δημόσια τέρψη τους πιο ενδόμυχους φόβους μας προς άγραν του κοινού, αφού προηγουμένως έχουμε λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις που η παράδοση της πεζογραφίας μάς εφοδίασε – με πρώτη και καλύτερη την ίδια τη συνθήκη της αφήγησης, δηλαδή εγώ που είμαι ο άλλος άλλοτε με καθόλου άλλοτε με ολίγον και άλλοτε με μπόλικο εγώ.
Αλλά μέσα από αυτές τις προφυλάξεις, που οργανώνουν έναν ασφαλή χώρο για τον συγγραφέα και τον αναγνώστη στη βάση μιας σιωπηρής συνομολόγησης, η γραφή μετεξελίσσεται συν τω χρόνω σε ένα είδος τελετουργικά επαναλαμβανόμενης και αυστηρά τυποποιημένης διαδικασίας, όπου η όποια πίστη και η όποια αλήθεια εκκενώνονται από τις πίστεις και από τις αλήθειες τους για να γίνουν μια υπενθύμιση πίστης και μια υπενθύμιση αλήθειας, κατά τον τρόπο που ο άρρωστος, γηραλέος και ξεδοντιάρης κροταλίας της καλαθούνας γίνεται μια υπενθύμιση του φονικού φιδιού.
Κοντά σε όλα τα άλλα, η μεταμοντέρνα γραφή επιχείρησε να αναπροσδιορίσει, να χαλαρώσει, να διευρύνει και στις πιο προωθημένες εκδοχές της να άρει τούτη τη σύμβαση. Ώστε να αποκαταστήσει μια πιο άμεση σχέση ανάμεσα στη συγγραφή και στην αφήγηση και κατά συνέπεια ανάμεσα στο συγγραφικό και στο αφηγηματικό εγώ, τραβώντας στην άκρη το πέπλο της αφηγηματικής υποκρισίας που ελλοχεύει ακόμη και στην πιο ειλικρινή συγγραφική πρόθεση. Αφού είτε πρωτοπρόσωπα είτε τριτοπρόσωπα όλα συμπαγοποιούνται, εδραιώνονται, υπάρχουν και εξελίσσονται χάριν της ευκρινούς ή υπόγειας σχέσης που διαπλέκεται ανάμεσα στο συγγραφικό και στο αφηγηματικό εγώ, που δεν μπορεί παρά να κλείνει από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα το μάτι με συνωμοτική διάθεση στον αναγνώστη. Με την έννοια αυτή ο θάνατος του συγγραφέα είναι πριν απ’ όλα ο θάνατος του αφηγητή και η συνακόλουθη απελευθέρωση του πεζογραφικού λόγου από τις παραδοσιακές και νεωτερικές αφηγηματικές συμβάσεις του.
Από το μεταμοντέρνο αυτό τράβηγμα του πέπλου προέκυψε ένα σύνολο γόνιμων ή άγονων πειραματισμών όσον αφορά το είδος του αφηγητή, την ανάμειξη των αφηγηματικών ειδών και την αισθητική λειτουργία του κειμένου, που είτε εξάντλησαν τη δυναμική τους στον εμπλουτισμό συμβατικών μορφών γραφής, είτε κατέληξαν μανιέρες που κομίζουν την επανάληψή τους χάριν αυτοδικαίωσης είτε συνεχίζουν να ανοίγουν δρόμους και να ορίζουν στίγματα σε αγεωγράφητα μήκη και πλάτη.
Σε αυτήν την τελευταία κατηγορία βάζω τον Κώστα Βούλγαρη, αφού επαρκή αποδεικτικά υπάρχουν σε όλο το προηγούμενο έργο του, με πιο συγκροτημένο τρόπο τα εντοπίζουμε στο «Εμφύλιο Σώμα» και ακόμη πιο ενδιαφέροντα τα βλέπουμε να ξεδιπλώνονται στο τελευταίο του βιβλίο, την «Αυθάδεια Λαγνεύουσα», απ' όπου και το δείγμα γραφής.
Πίστη και απιστία
    Πιστεύω εις εσένα, ότι το άλλο εμού. Ότι εσύ παράπτωμα και σύμπτωμα και τέρψις και απόλαυσις. Ότι εσύ εις αυτά πίστις. Ότι εκάστου νοήματος νόημα. Ότι γυνή λέγων, εσέ λέγω. Ότι εμαυτού γυνή, και γυναιότητα όλη. Πιστεύω εσέ, ότι εσύ εγώ∙ εγώ όλος.

...φιλείς δυο ξένα χείλια, διά να με φθείρει η ζήλεια...

    Πιστεύω εις εμέ, ότι το άλλο εσού. Ότι εγώ παράπτωμα και σύμπτωμα και τέρψις και απόλαυσις. Ότι εγώ εις αυτά πίστις. Ότι εκάστου νοήματος νόημα. Ότι άνδρα λέγουσα, εσέ λέγω. Ότι εμαυτού άνδρας, και ανδρισμός όλος. Πιστεύω εμέ, ότι εγώ εσύ∙ εγώ όλη.

Επανέρχομαι. Στο «Εμφύλιο Σώμα» το συγγραφικό ενδιαφέρον ήταν στραμμένο στην ιστορία, για να ανασυστήσει θραύσματα αντίμαχων αφηγήσεων που σχηματίζουν την ιστορική σφαίρα. Στην «Αυθάδεια Λαγνεύουσα» οι αφηγήσεις ιχνηλατούν τον έρωτα για να αναδείξουν την ορμή, την καταπίεση και τις υποκατάστατες εκροές που σχηματίζουν την ερωτική σφαίρα. Ανάμεσά τους αναγνωρίζω μια υπόγεια συνομιλία ή ακριβέστερα μια συνέχεια αφού από κοινού μπορούν να εκληφθούν σαν μια λογοτεχνική (ανα)συγκρότηση της μίας και της αυτής ανθρώπινης σφαίρας.
Όμως στο πρώτο η εκφορά του λόγου άφηνε πού και πού να διαφανεί ένα πρόσωπο με στοιχεία αφηγηματικού χαρακτήρα, εδώ ακόμη και αυτή η εικασία διαλύεται. Η αφήγηση αρνείται την αφήγηση, εκφερόμενη αφεαυτής, δίχως δηλαδή ένα ορισμένο πρόσωπο δίκην φορέα, πράγμα που συνεχίζει το πλησίασμα της πεζογραφίας με την ποίηση. Η πορεία που ξεκίνησε με το «Εμφύλιο Σώμα», φαίνεται τώρα πιο σίγουρη για τα βήματά της – βοηθούντος του ερωτικού θέματος και της βυζαντινότροπης γλώσσας, όσο δύσληπτης και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Αλλά αν ο υποψιασμένος αναγνώστης αφήσει κατά μέρος τις όποιες προκαταλήψεις ή αναστολές του μπορεί νιώσει την αίσθηση του εσώτερου ρυθμού της, να απολαύσει τη βαθιά ποιητικότητά της και να αντιληφθεί τη χάρη που υπάρχει στη χρήση της, σε τέτοιον μάλιστα βαθμό ώστε ακόμη και η (κατά)χρηση του επιθέτου, που τόσο πολύ ενοχοποιήθηκε αδίκως στη λογοτεχνία – ακόμη, ακόμη και από τον Μπαρτ –, να μη βαραίνει διόλου το αισθητικό αποτέλεσμά της.
Κλείνω. Με την Τέχνη Λαγνεύουσα ο Βούλγαρης αναμετράται με το θέμα του ερωτικού μυθιστορήματος και με τη γλώσσα του ιστορικού μυθιστορήματος, για να γυρίσει την πλάτη και στο ένα και στο άλλο, αλλάζοντας πλήρως το παράδειγμα της γραφής. Όπου η γραφή πλέον δεν είναι ξεδοντιασμένος γεροκροταλίας και ο συγγραφέας δεν στέκεται σε απόσταση για να παίξει το φλάουτό του. Εδώ ο συγγραφέας προτιμάει να πέσει στον λάκκο με τα φίδια.
Αλλιώς, δεν γίνεται. Ή ακριβέστερα, αλλιώς δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται.

Ο Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης είναι πεζογράφος και φιλόλογος

http://ixnilasies.blogspot.gr/2016/04/blog-post_22.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου