Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

ΚΡΙΤΙΚΗ, Ζαχαρίας Κατσακός

Ο ερωτισμός της γλώσσας


Κώστας Βούλγαρης, Αυθάδεια λαγνεύουσα - Ερωτικές ιστορίες και φαντασίες, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2016


Αν μια «λέξη» έχει υλική οντότητα, τότε και ίδια η «έννοιά» της μπορεί να εμπεριέχει μιαν υλική δομή, να χαρακτηρίζεται δηλαδή από μιαν αρχέτυπη ύλη που καθορίζει γενικότερα την αισθητική της και συνεπώς την αισθητική της γλώσσας. Η ένυλη αυτή υπόσταση δίνει «αισθητική μορφή» σε όλη την πολιτισμική διαχρονία της γλώσσας. Έτσι, καθώς η γλώσσα εξελίσσεται, μεταμορφώνεται σε ένα αεικίνητο και ρευστό σύνολο αισθήσεων και αισθημάτων.
Είναι αυτονόητο ότι η υλική υπόσταση της γλώσσας δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην «και» με τα σημαινόμενά της, γιατί έτσι η γλώσσα θα ήταν ένα κλειστό σύμπαν σημασιοδοτήσεων και νοήματος. Επίσης, αυτή η υλική οντότητα δεν αφορά ούτε τα γράμματα, ούτε τους φθόγγους, ούτε, ακόμη, τις οπτικές αναπαραστάσεις των σημαινόντων και τις συμβάσεις των  σημαινομένων. Απεναντίας, η υλική της υπόσταση βρίσκεται στην ίδια της την ψυχή, είναι αδιαίρετη και συμπαγής, γεννιέται μαζί με τη γέννηση της γλώσσας και αποκτά δυναμική μέσω της πρόσληψης και της επικοινωνίας.
Το βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη Αυθάδεια λαγνεύουσα - Ερωτικές ιστορίες και φαντασίες είναι ένα βιβλίο-πρόκληση. Αποτελεί ένα κείμενο-ερώτημα. Ο τίτλος του βιβλίου έχει την πηγή του στον «Μεγάλο Κανόνα» του Αγίου Ανδρέα Κρήτης. Εντάσσεται στην πεζή ερωτική λογοτεχνία, με ποικιλία αφηγηματικών εκφορών. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα κείμενο μεταμυθοπλασίας, στο οποίο ο συγγραφέας διατυπώνει το θέμα του έρωτα στις πιο δυνητικές μορφές και εκδοχές του. Το βιβλίο αυτό εμπεριέχει μορφές και ψήγματα επιστολογραφίας, ερωτικά στιγμιότυπα, σκέψεις και συλλογισμούς, ερωτικές καταστάσεις και ομόλογες συμπεριφορές, αφηγήματα-εξομολογήσεις ερωτικών αισθημάτων και ηδονών, αφηγήσεις και ιστορίες μορφών και δομών σαρκικού έρωτα, καθώς και προσωπικά βιώματα, που μεταμορφώνονται σε θραύσματα μιας γενικότερης ερωτικής θεώρησης του κόσμου και της ανθρώπινης περιπέτειας. Διάφοροι αφηγητές διαλέγονται, αφηγούνται δικές τους ιστορίες και βιώματα, αποκαλύπτουν και εξομολογούνται. Εγγράφονται αντιλήψεις και κοινωνικές στάσεις για τον έρωτα, διατυπώνονται κατηγορήματα και αποφάνσεις, ενώ η ίδια η φύση μετέχει στην αποκωδικοποίηση του ερωτικού και σαρκικού φαινομένου.
Ο συγγραφέας δεν κάνει γραμμική αφήγηση. Ο λόγος είναι αποστασιοποιημένος (γ΄ πρόσωπο, ελλειπτικές οι αναφορές α΄ προσώπου), ενώ απομακρύνεται από τον ποιητικό ερωτισμό του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και τον σεξισμό του Ανδρέα Εμπειρίκου. Ο συγγραφέας δεν εξιδανικεύει τον έρωτα. Απεναντίας, μνημειώνει διά του λόγου μια ποικιλία ερωτικών όψεων και καταστάσεων, με έντονο το ρεαλιστικό υπόβαθρο. Ο λόγος φαίνεται ότι είναι αποσπασματικός, παρόλα αυτά υπάρχει ένας υπόγειος και νευρώδης συναγωγός δεσμός, κυρίως μεταξύ των συμφραζομένων, που κάνει το κείμενο να έχει συνοχή και ροή. Τα κείμενα από τα οποία συναποτελείται το βιβλίο λειτουργούν ως εμβόλιμες παύσεις, είναι ουσιαστικά μικροί και μεγάλοι μονόλογοι, ενώ μερικά από αυτά μοιάζουν με θεατρικά μονόπρακτα (π.χ. Προς Υπατίαν, Ύβρις, Ο γιος της πόρνης κ.ά), σε μια σκηνή, της οποίας μοναδική σκηνογραφία και σκηνικό είναι η γλώσσα.
Ο Κώστας Βούλγαρης αντλεί λέξεις από τα μεσαιωνικά λεξικά, από τα πατερικά κείμενα, από την γλώσσα του Ευαγγελίου και γενικότερα από την γλώσσα της δημώδους βυζαντινής γραμματείας. Ο συγγραφέας γνωρίζει καλά τις μυθιστορίες ερωτικού περιεχομένου, τις λαϊκές ερωτικές αφηγήσεις και την ηθικοδιδακτική και αλληγορική ποίηση, καθώς και την παρωδία και τα σατιρικά κείμενα της χρονικής αυτής περιόδου. Δημιουργεί με τον τρόπο αυτό μια γλώσσα κοντά στο βυζαντινό γλωσσικό ύφος.
Από το γλωσσικό αυτό παιχνίδι 1000 ετών αναδεικνύονται εναργέστερα οι «λέξεις» και τα συμφραζόμενά τους, ενώ οι έννοιες αποκτούν βάθος και μιαν άλλου τύπου ιστορικότητα. Από την άλλη πλευρά δηλώνεται μια γλώσσα, ανοίκεια πράγματι, η οποία δομείται στέρεα πάνω στην ψυχανάλυση και κυρίως σε εκείνη του Ζακ Λακάν. Ο Λακάν τοποθέτησε το ασυνείδητο στη γλώσσα, δίνοντας με τον τρόπο αυτό στην ψυχανάλυση τη γνήσια φροϋδική της ταυτότητα. Αυτή η σύζευξη των λέξεων του κειμένου και των σημασιοδοτήσεών τους με την λακανική εννοιολογία περί έρωτος, προσδίδει στο βιβλίο μιαν ιδιότυπη λογοτεχνικότητα, η οποία παροξύνεται από το γεγονός ότι συνυπάρχει μια γλώσσα πολιτισμική διαχρονικά με την συγχρονία της ψυχανάλυσης.
Με βάση λοιπόν αυτή την ιδιότυπη συνύπαρξη, οι αφηγητές-φωνές του βιβλίου (χωρίς το τεχνητό εφεύρημα της personae), ουσιαστικά αφηγούνται βαθύτερες, «υποσυνείδητες» επιθυμίες. Το ασυνείδητο δεν είναι παρά μια ιδιότητα της γλώσσας, και έχει κέντρο την πολύσημη δομή της. Αυτό που επιθυμεί να εκφράσει κανείς  είναι διαφορετικό από εκείνο που τελικώς διατυπώνεται. Το ασυνείδητο λοιπόν, που βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της παρέκκλισης, προβάλλει επιθυμίες που ενεργούν «εν αγνοία του ομιλούντος». Με τον τρόπο αυτό η επιθυμία μπορεί να εκφράζεται κατά τον Λακάν μέσα από τα κανονικά συμπτώματα, που είναι τα όνειρα, οι γλωσσικές παραδρομές κ.ά., ή από τα παθολογικά συμπτώματα, που μετατρέπουν τον άνθρωπο σε διαταραγμένο υποκείμενο. Έτσι, οι αφηγητές του βιβλίου δεν είναι άλλο παρά οι «φωνές» της ερωτικής συνείδησης, είναι οι επιθυμίες του ασυνειδήτου, είναι τελικώς η κραυγή της ίδιας της γλώσσας που μετατρέπεται σε ερωτική. Υπό την έννοιαν αυτή, τα κείμενα του βιβλίου θα μπορούσαν να θεωρηθούν τραγικά.
Στις «Ερωτικές ιστορίες και φαντασίες» του βιβλίου το ζήτημα του ανοίκειου δεν αφορά μόνο τη γλώσσα που χειρίζεται ο Κώστας Βούλγαρης. Στην έννοια «φαντασίες» το ανοίκειο εδράζεται και στην ποικιλότητα και ανομοιογενή του θεματολογία. Ο έρωτας παρουσιάζεται ως τελετή και τελετουργία, τελεσιδικία και ύβρις, ερώτημα και διχασμός, ηδονή, πνευματική και σαρκική επικοινωνία, πατριαρχικό αρχέτυπο και αμαρτία. Διατυπώνεται επίσης ως σύγκρουση των φύλων, αλλά και ως ακύρωση της νόρμας και των ενεργημάτων τους («ματαία η των φύλων διάκρισις»). Δεν υφίσταται αυτοαναφορικό διακείμενο (δεν θα συναντήσομε ονόματα δημιουργών ή επώνυμες κειμενικές ή διακειμενικές αναφορές). Η γραφή του Κώστα Βούλγαρη είναι αποτέλεσμα μιας βαθύτερης, οργανικότερης και λειτουργικότερης σχέσης με την βυζαντινή γραμματεία. Αναδεικνύεται επίσης ξεκάθαρα η λαϊκή αντίληψη για τα ερωτικά ζητήματα και η προέλευση της πατριαρχικής δομής των στερεοτύπων για την σαρκική επαφή και τις ηδονές. Η φύση παρουσιάζεται ως μυστήριο και θραύσμα του έρωτα, τα βότανα ως «δεισιδαιμονική» συμβολή και βοηθήματα της ερωτικής έλξης και άπωσης, η ηδονή ως αιώνιο και ακατάληπτο μυστήριο, ακριβώς όπως η αναζήτηση και η προσπάθεια ερμηνείας του Θεού μέσα από τα ορθόδοξα πατερικά κείμενα.
Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η έννοια «φαντασίες». Η χρήση του πληθυντικού («φαντασίες») κάνει την έννοια πληθωρικότερη, με ιδιάζουσα βαρύτητα και ισχύ. Η φαντασία είναι αυτή που πλάθει ιστορίες, αναπαράγει οπτικές και απτικές αισθήσεις, καταλήγει σε φαντασιώσεις ερωτικές ή μη. Πιστεύω ότι στην Αυθάδεια λαγνεύουσα η έννοια «φαντασίες» εμπεριέχει και την έννοια της φαντασίωσης ως καταληκτική γλωσσική αίσθηση και πράξη. Αυτή η γλώσσα που είναι κοντά στην βυζαντινή, μετατρέπεται σε ερωτικό όργανο, είναι η καταληκτήρια σύμβαση της φαντασιωμένης επιθυμίας με την δυναμική, την αίσθηση και την ίδια την αισθητική της γλώσσας. Βέβαια, κατά τον Λακάν, αλλά και για ένα μεγάλο μέρος της ψυχανάλυσης και της φιλοσοφίας, στην φαντασία και την φαντασίωση βρίσκεται το κέντρο των επιθυμιών. Η επιθυμία πηγάζει από τη φαντασίωση.
Η ανοικειότητα κατά την άποψή μου έχει και μιαν άλλη σχέση, ίσως πιο λειτουργική, με την έννοια «φαντασίες». Αν σε ένα μεγάλο σύνολο έργων της βυζαντινής δημώδους γραμματείας η έμμετρη ανάπτυξή τους υπήρξε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, με τους γνωστούς τόνους και ρυθμούς, στην «Αυθάδεια λαγνεύουσα» επιχειρείται μια διαφοροποίηση, που συγκροτείται πάνω στην ίδια ρυθμοτονική βάση. Μελετώντας πιο προσεκτικά το έργο του Κώστα Βούλγαρη διαπιστώνουμε φωνές ακόμη και από την δημοτική παράδοση (π.χ. Η τελετουργία), ή την θρησκευτική ποίηση και υμνογραφία (π.χ. Η τελεσιουργία). Όσο εξελίσσεται η αφήγηση στην Αυθάδεια λαγνεύουσα ο λόγος γίνεται πιο άμεσος, πιο δραματικός, κρατώντας όμως την ισορροπία ενός ελεύθερου τονικού και ρυθμικού συστήματος, που φαίνεται ότι παράγεται περισσότερο από τη βιωμένη σχέση του συγγραφέα με την παράδοση και λιγότερο από μιαν εκζήτηση του λόγου και καλλιέργεια της τεχνικής του. Αυτή ακριβώς είναι και η τομή που επιχειρεί ο συγγραφέας, προσπαθώντας να «οικειοποιήσει» τους βυζαντινούς ρυθμούς και τόνους σε μιαν ανοίκεια, για τον σύγχρονο αναγνώστη, γλώσσα.

Αν και το βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη επιμένει να είναι ένα ερώτημα, σε περιόδους οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, ένα βιβλίο για τον έρωτα, όπως η Αυθάδεια λαγνεύουσα, μπορεί να δώσει απαντήσεις στη ζωή, αφού ο ερωτικός πυρήνας του είναι η πλέον βιωματική κατάσταση της ανθρώπινης φύσης και περιπέτειας. Γιατί σε μια τέτοια εποχή αντλεί κανείς μορφές ζωής και επιβίωσης από όλες τις αισθήσεις. 


Περιοδικό Το Κοράλλι, τεύχος 10, Σεπτέμβριος 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου