Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

Αυτοβιογραφικό σημείωμα


Πεζογράφος με μετα-μυθοπλαστικές μέριμνες, κριτικός λογοτεχνίας (υπεύθυνος των βιβλιοφιλικών σελίδων της κυριακάτικης «Αυγής»), αλλά και μελετητής και δοκιμιογράφος του νεοελληνικού τοπίου, ο σημερινός φιλοξενούμενος της στήλης μας ανακεφαλαιώνει τα βιβλία που τον διαμόρφωσαν ως αναγνώστη και, επαγωγικά, ως συγγραφέα.
Ο Κώστας Βούλγαρης διακρίνει βιβλία πρόζας, δοκιμίου και ποίησης, όπου η συλλογική μνήμη διασταυρώνεται δυναμικά με τη μορφική ανησυχία.


Επιμέλεια: Μισέλ Φάις (Εφημερίδα των συντακτών, 1-2-2017)





Η λογοτεχνία μπορεί να εννοηθεί
μόνο ως ακολουθία μορφών


Τα μεγάλα χωριά της πελοποννησιακής επαρχίας πολιτισμικά ανήκαν στην ευρύτερη κοινωνική ελίτ, γι’ αυτό και πρωταγωνίστησαν σε όλο τον νεοελληνικό βίο. Έτσι, λοιπόν, στα Δολιανά Αρκαδίας, διάβασα Καρυωτάκη και Καβάφη, Σοπενάουερ και Νίτσε, Πιτιγκρίλι και Νικολά Σεγκύρ, Ντάσιελ Χάμετ και Μαύρη μάσκα, σε εκδόσεις «περιπτέρου», σχεδόν πάντα μεταχειρισμένα αντίτυπα που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι. Με την επείγουσα και διακαή ανάγκη να ξεπεραστεί το κυρίαρχο και αφόρητο παλαμικό κοσμοείδωλο, και το συναπτό συλλογικό υποσυνείδητο που ήταν δομημένο ως δεκαπεντασύλλαβος. (Δεν μου είπε τίποτα ο Καζαντζάκης, που, από τότε, τον διάβαζαν οι συμβατικοί αναγνώστες).


Ακολουθούν οι σπουδές, με ταυτόχρονη πολιτική, θεωρητική, ιστορική, ψυχαναλυτική, και παντοειδή αυτομόρφωση στην αθηναϊκή Μεταπολίτευση, και, μπαίνοντας στη δεκαετία του 1980, η μελέτη της λογοτεχνίας, τώρα με συστηματικότητα και «σάρωμα» του πεδίου: συνδυασμένη επαφή με τα έργα και με την κριτική τους τοποθέτηση, και κάποιες πρώτες δοκιμές. Μεγάλη αγάπη εδώ ο σουρρεαλισμός, η ζωγραφική, το περιοδικό Σημειώσεις και οι σειρές των εκδόσεων «Έρασμος», και σχεδόν καθημερινή η εντρύφηση σε όλα τα λογοτεχνικά περιοδικά του 20ού αιώνα, στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Απ’ το 1989, τακτικές επιστροφές στα πάτρια, και ισάριθμες επανακάμψεις στην Αθήνα, αποτοξίνωση από λογοτεχνικά διαβάσματα και διαχείριση του πολιτικού άγους, ξεκοκκάλισμα των γουέστερν, της Ιππικής του Ξενοφώντα, του Παυσανία και οτιδήποτε σχετικού με Αρκαδία, μέχρι που, 5-6 χρόνια αργότερα, ο φίλος και συστηματικός αναγνώστης και συλλέκτης Νίκος Παπαχρήστος μου χαρίζει την Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού, μαζί κι έναν φάκελο με σχετικά δημοσιεύματα. Τη διαβάζω στο χωριό ολονυχτίς, και τις πρώτες πρωινές ώρες ψάχνω στα συρτάρια για μολύβι και χαρτί... Λίγες μέρες μετά, εμφανίζομαι ενώπιον του Άγγελου Ελεφάντη, με μοναδική σύσταση ένα σχετικό κείμενο που φέρω, και από την επόμενη εβδομάδα συμμετέχω στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού.
Ακολουθεί δεκαετής μαθητεία και αρθρογραφία στον Πολίτη, εξαντλητικές συζητήσεις με τον Ελεφάντη, του οποίου άλλωστε την Επαγγελία της αδύνατης επανάστασης τη θεωρούσα από παλιά, όπως και σήμερα, το βασικότερο έργο για την ιστορία και τις ιδέες του ελληνικού 20ού αιώνα. Και, βέβαια, ξαναπιάσιμο του χαμένου, αλλά όχι κομμένου νήματος της εντρύφησης στη λογοτεχνία, αρχικά με τη ματιά του κριτικού και στη συνέχεια με την εμπλοκή μου ως πεζογράφου.
Απ’ το 2002, και μέχρι σήμερα, στις «Αναγνώσεις» της Αυγής, όπου τα κείμενα που επιμελούμαι κάθε εβδομάδα, και τα παντοειδή βιβλία που έρχονται, μου διαμορφώνουν μια νέα συνθήκη μαθητείας, καταναγκαστικής μεν, αλλά που, εν τέλει, αναλογεί σε μια μαθησιακή πειθαρχία.
Συνοψίζοντας, θα αναφέρω μόνο συγγραφείς και βιβλία τα οποία με ενδιαφέρουν λογοτεχνικά, προσπερνώντας όσα μου είναι αδιάφορα. Έτσι, πλάι στον Σολωμό και τον Κάλβο, ως ιδρυτική στιγμή του νεοελληνικού μυθιστορήματος θεωρώ την Πάπισσα Ιωάννα (1866) του Εμμανουήλ Ροΐδη, ένα εμβληματικό έργο της ευρωπαϊκής πεζογραφίας. Σέβομαι τους δύο μεγάλους διηγηματογράφους μας, Βιζυηνό και Παπαδιαμάντη, αλλά θεωρώ πως πέρασε ένας αιώνας ματαίων προσδοκιών για το νεοελληνικό μυθιστόρημα, μέχρι να ξαναπιάσουν το νήμα ο Θανάσης Βαλτινός και ο Γιάννης Πάνου. Όπως, αντίστοιχα, πέρασε ένας αιώνας από την εμφάνιση των δύο «εθνικών» μας ποιητών, μέχρι να προκύψει η τριάδα Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης, οι οποίοι εισάγουν τη νεοελληνική ποίηση και αισθητική οριστικά στην αστική εποχή, όπου μεγαλουργούν ο Νικόλαος Εγγονόπουλος στον ποιητικό λόγο και ο Νικόλας Κάλας στην κριτική σκέψη, μέχρι που ο πρώτος να παραδώσει τη σκυτάλη στον ποιητή Ηλία Λάγιο.
Κι αν αυτά ακούγονται αυθαίρετα, θα επικαλεστώ τον λόγο της θεωρίας, ήτοι τους Λούκατς, Μπένγιαμιν, Μπαχτίν, Μπαρτ, Φρέντρικ Τζέημσον, καθώς και τη συνηγορία του έργου των πλέον σημαντικών κατά τη γνώμη μου ξένων συγγραφέων, Ντοστογιέφσκι, Τζόυς, Μπόρχες, Ντος Πάσος, Κορτάσαρ, Πύντσον. Σε ποιον άλλο «καθρέφτη» θα αναζητήσουμε το κριτήριο για τα καθ’ ημάς;

Γιατί η ιστορία της τέχνης εν γένει, και της λογοτεχνίας ειδικότερα, μπορεί να εννοηθεί μόνο ως ακολουθία των μορφών, τις οποίες μας κομίζουν τα λογοτεχνικά έργα. Όλα τα υπόλοιπα, όπως το περιβόητο «περιεχόμενο» και άλλα ηθογραφικά και πληροφοριακά, αφορούν μόνο την παραφιλολογία, και τώρα πια την αστειότητα των πολιτισμικών σπουδών, που μας επιστρέφει στον νηπιακό κοινωνιολογισμό των αρχών του 20ού αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου