Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Δημοσιεύματα για τον Καιρό της ανέχειας


Κωνσταντίνος Μπούρας
Παναγιώτης Βούζης
Νίκος Γαργαλιώνης
Γεωργία Λαδογιάννη
Νίκος Μαυρέλος
Πέρσα Κουμούτση


Κωνσταντίνος Μούρας

Σαν ψαλμός στη Δικαιοσύνη, σαν ύμνος στην Ελευθερία, αυτό το λογοτεχνικό αριστούργημα διαβάζεται σαν ποταμός που αρδεύει πολλές κοιλάδες. Ας ξεκινήσουμε από το μονοτονικό. Ως μεσήλιξ, θα προτιμούσα για μια τέτοια γλωσσοπλαστική δεινότητα το πολυτονικό με βαρείες, όμως δεν θα με χάλαγε και το τελείως ατονικό, ή ακόμα και η κεφαλαιογράμματη γραφή χωρίς κενά, όπως στις αρχαίες επιγραφές, για τον απλούστατο λόγο ότι κυριαρχεί η μουσική του νοήματος και το σημαίνον του σημαινομένου. Αυτή η υπερ-νοησιαρχική έκρηξη του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου (αν είναι δεξιόχειρας ο Κώστας Βούλγαρης, άλλως πως του …αριστερού – παρεκτός κι αν είναι αμφιδέξιος-αμφίχειρας…).
Αυτή η υπέρβαση κάθε αναμενόμενης λογοκρατίας, καθιστά το κείμενο αυτόχρημα ποιητικό και «προφητικό», με την έννοια της έκστασης που συναντάμε στα «μεγάλα» μνημεία Λόγου και Τέχνης που έφτασαν έως εμάς. Όμως δεν έχει κανένα μυστικιστικό, απόκρυφο ή κρυπτικό στοιχείο αυτή η «Αποκάλυψη». Αντιθέτως, είναι ηλίου φαεινότερη η διακηρυσσόμενη Αλήθεια απελευθερώσεως του ανθρωπίνου όντος από ψευδαισθήσεις και φενάκες, εθελοδουλίες, φοβίες και τρόμους μεταφυσικούς…
Τα ιδανικά του Διαφωτισμού, τα συνθήματα της Γαλλικής Επανάστασης, η Ελευθερία, η Ισότητα, η Αδελφότητα, η Δικαιοσύνη (που δεν είναι πάντα ταυτόσημη με την Ισονομία), υποφώσκουν και στοιχειώνουν αυτό το εξαιρετικό κείμενο που κυκλοφορεί «εκτός εμπορίου», αφού το αντίθετο θα ήταν σολιψισμός και «λογικόν παράδοξον».
Αυτό το επίτευγμα της συλλογικής ανθρώπινης συνειδητότητας διά του νοός ενός ευγενούς κι ευγενικού μαχητή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κι όχι μόνον στον άυλο τομέα του Πνεύματος, διαβάζεται και αποσπασματικά κι επιλεκτικά, αφού παρά την αυστηρή δόμησή του σε κεφάλαια και υποκεφάλαια είναι –κατά τη γνώμη μου– ένα ψηφιδωτό, όπου ο Κώστας Βούλγαρης επιχειρεί να ανασυνθέσει ψήγματα Αρχαίας Σοφίας, προσωκρατικής και προ-μονοθεϊστικής, τα οποία όμως ενδέχεται κι αποδεικνύονται ότι είναι εναλλάξιμα κι ανταλλάξιμα…
Με αυτό εννοώ ότι όπως στη Μουσική, στην καθαρή μαθηματική τέχνη της Αρμονίας, τα μουσικά «μέτρα» διαβάζονται κι ερήμην των προγενεστέρων ή των μεταγενεστέρων τους, έτσι κι εδώ, κάθε παράγραφος, κάθε απόσπασμα αποκτά τη δική του αυτοτελή οντότητα κι εγγράφεται ανεξίτηλα στη συνείδηση του επαρκούς συνδημιουργού αναγνώστη που κατέχει την ελληνική γλώσσα στη διαχρονική της λαμπρότητα και δεν περιορίζεται από την κάθε φορά καθομιλουμένη κι απλοποιημένες ιδιολέκτους για εμπορική χρήση…
Ο Κώστας Βούλγαρης φαίνεται πως εδώ «υπακούει» στην εσωτερική λογική του γλωσσικού μας κώδικα όπως εμπλουτίστηκε εδώ και χιλιάδες χρόνια κι αφήνεται ελεύθερος να εκφραστεί ερήμην κάθε νοησιαρχικής αυτολογοκρισίας και δεν διστάζει να «εκτεθεί» παραληρώντας ποιητικώς εις αναζήτησιν του χαμένου Παραδείσου της προ-γνωσιακής Ανθρωπότητας.
Υπόδειγμα ελευθερίας στη συνεκτική και σώφρονα χρήση του εκφραστικού κώδικα της διαχρονικής ελληνικής γλώσσας, ο Κώστας Βούλγαρης συνθέτει μία σύγχρονη τοιχογραφία της παρακμής του Δυτικού Πολιτισμού μας κι επιχειρεί τη διόραση (που δεν είναι ταυτόσημη με την προ-όρασιν) ικανή να μας καταστήσει προετοιμασμένους να επιβιώσουμε στις μεγάλες αλλαγές που έρχονται.
«Ποιητής προφήτης» (poeta vates) ο Κώστας Βούλγαρης θα δει το εξαιρετικό και μοναδικό στην ιδεολογική κι εκφραστική του τόλμη πόνημά του αυτό να ανατυπώνεται πολλές φορές στις δεκαετίες που θα έρθουν, κι όχι μόνο σε μονοτονικό, σαν υπόδειγμα της αναδυομένης ποιητικότητος στα σκιερά και πάμφωτα χρόνια της Κρίσης, στο γλυκοχάραμα μιας καινούργιας Αναγέννησης, αμέσως πριν από την Ανέσπερη Ανατολή του Ήλιου της Δικαιοσύνης που θα σημάνει την οριστική απελευθέρωση του ανθρωπίνου είδους από εσωτερικά κι εξωτερικά δεσμά. Κι όποιος λέει ότι δεν υπάρχουν πνευματικοί άνθρωποι σήμερα κι ότι δεν μιλάνε, σφάλλει. Πλανάται πλάνην οικτράν όποιος πιστεύει ότι μια οικονομική κρισούλα, μια περιστασιακή ή διαρκέστερη οικονομική ανέχεια θα οδηγήσει το Πνεύμα σε μαρασμό και λιμοκτονία. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Και η απόδειξη; Σε αυτό το διαυγέστατο, κρυστάλλινο, καθαρό (από κάθε πλευρά) έργο της ευαισθησίας, της διάνοιας και της γλωσσοπλαστικής δεινότητας ενός και μόνου ανθρώπου, που κουβαλάει την εγγενή σοφία του μακραίωνου γλωσσικού θησαυρού που καλείται σήμερα να μεταπλάσει σε πνευματική τροφή, συνεκτική, δομημένη και δημιουργικώς αφομοιώσιμη…
Σταματώ εδώ γιατί έχω πολλά να πω και θα μπορούσα να μιλάω για μέρες…

diavasame.gr, 18/12/2018




Παναγιώτης Βούζης
- Θεολόγος Γρηγόριος έδειξε, / νησίδες του χρόνου αθέατες, / όπου ανθρώπινος βίος και αιώνων μακρύτερος. / - Εις ποίαν θάλασσαν τούτες ευρίσκονται; / - Της Ιστορίας, καλείται η θάλασσα. / … - Της νησίδος το όνομα; / - Eρημόλαλη. / - Πού ευρίσκεται αύτη; / - Στον καιρό της ανέχειας.
Ο Κώστας Βούλγαρης στο δεύτερο τμήμα (το πρώτο ήταν η Αυθάδεια λαγνεύουσα. Ερωτικές ιστορίες και φαντασίες, Εκδόσεις Κέδρος, 2016) της εν εξελίξει μεταμυθοπλασίας Στην αγκαλιά της Μπετίνας δημιουργεί ξανά ένα κείμενο κατεξοχήν μιμητικό. Η μιμητική λειτουργία ταυτίζεται, κατ’ αρχάς, με τη διακειμενικότητα. Κατά δεύτερον, το συγκεκριμένο κείμενο μιμείται με τρόπο επιτυχέστατα ειρωνικό ένα φαινόμενο το οποίο, στις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80 του περασμένου αιώνα, θεματοποιήθηκε από τη δεσπόζουσα θεωρία (Μεταδομισμός, Αποδόμηση) και αποτέλεσε βάση για την ποιητική πράξη (Γλωσσοκεντρισμός). Πρόκειται για τη μετατροπή του λόγου σε απώτατο όριο, το οποίο συνιστά συγχρόνως άβατο χώρο, ώστε προσλαμβάνει μία μεταφυσική διάσταση και κατά συνέπεια αποβαίνει σύνολο κρυπτικών ρήσεων ή άρρητος, με την έννοια ότι ο αναγνώστης εξοβελίζεται από τη διαδικασία της παραγωγής του. Ειδικότερη απόρροια της προηγούμενης μετατροπής αντιπροσωπεύει, στην Ελλάδα, η λόγια παρέκκλιση της λογοτεχνικής, συχνότερα της ποιητικής, γλώσσας από την καθομιλουμένη. Ένα όμως γενικότερο επιφαινόμενο έγκειται στην αυθυπαρξία του πολιτικού λόγου παγκοσμίως, ο οποίος, αποβάλλοντας την αναφορικότητα, καθίσταται αδρανής τόσο απέναντι στην υπήκοη ανθρωπότητα όσο και στις ίδιες τις εξουσίες. Ο πολιτικός λόγος στην παροντική συγκυρία αποσπάται λοιπόν από τα πράγματα. Αντί του φορέα της ισχύος, της αμφισβήτησης και της διαδοχής της, ανάγεται σε αδιαμφισβήτητη αυτοτελή αρχή, εξελίσσεται δηλαδή σε ανεντόπιστη και απρόσιτη ψηφιακή διασπορά της απόλυτης εξουσίας. Περαιτέρω, το συγκεκριμένο κείμενο μιμείται τον αποκλεισμό στον οποίο οδηγούνται η λογοτεχνία και η διανόηση. Ο διαδικτυακός χώρος υπερβαίνει σταδιακά το σημείο από το οποίο και εξής πολλές περιοχές του, εξαιτίας της ατέρμονης αύξησής του, δεν θα υφίστανται για τον μεγαλύτερο αριθμό των χρηστών. Τέτοιες περιοχές συνιστούν η αυθεντική λογοτεχνία και η διανόηση, των οποίων οι αναγνώστες θα μειώνονται διαρκώς και επιπλέον δεν θα διαθέτουν τους κώδικες επαφής μαζί τους, ώστε αυτές θα αναλογούν σε «εξωκείμενα» και σε «σκοτεινά κείμενα» αντίστοιχα.
Ωστόσο η σημασία του βιβλίου Στον καιρό της ανέχειας δεν περιορίζεται στη μιμητική πράξη, ή αλλιώς στην αλληγορική παρουσίαση της κατάστασης του λόγου ως άβατου, της συνακόλουθης απομόνωσης, σε αρκετές περιπτώσεις, της λόγιας λογοτεχνικής γλώσσας στην Ελλάδα, της συνακόλουθης επίσης αυτοτέλειας του πολιτικού λόγου εν γένει και του ψηφιακού αποκλεισμού της λογοτεχνίας και της διανόησης. Η γραφή εδώ, η οποία ανταποκρίνεται τόσο στη ρητορική της Δεύτερης Σοφιστικής όσο κυρίως στη βυζαντινή εκκλησιαστική και θύραθεν παράδοση, παραπέμπει σε ένα κοινωνιολογικό και πολιτικό περιεχόμενο, επέχοντας παράλληλα έναν προφητικό ρόλο, καθώς ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου διακρίνεται ένα εσχατολογικό σχέδιο εξάλειψης και αναγέννησης του κόσμου, το οποίο περιλαμβάνει: την καθημαγμένη πραγματικότητα από την επάλληλη διαφθορά των εξουσιών και των υπηκόων τους, τον λυτρωτικό χαρακτήρα της τέχνης, το συγκεκριμένο βιβλίο ως ένα από τα πρώτα σημεία («ενδείγματα») της αναγέννησης του κόσμου, τη συναίρεση της τέχνης με την ιστορία και, τέλος, την αναβάπτιση της πραγματικότητας στο ρεύμα της ιστορίας, αφού προηγηθεί η συναίρεση.        
        Τα Νέα, 8.7.201


Νίκος Γαργαλιώνης

“Έκδοση εκτός εμπορίου” χαρακτηρίζει το νέο πόνημά του, με τίτλο “Στον καιρό της ανέχειας”, ο της “Αυγής” και εκ Δολιανών Κυνουρίας, Κώστας Βούλγαρης· και, ευτυχώς, που, το υποσημειώνει, έτσι, διότι εάν ήταν “εντός εμπορίου”, φίλε, Κώστα, θα σου έλεγα “ φέξε μου γιατί γλίστρησα” -από την οικονομική πλευρά…. Θα μου ‘πεις “γράφει για λίγους”· και η Τέχνη, δυστυχώς ή ευτυχώς, για λίγους είναι…· και ο λόγος, που, γράφει για λίγους; μα, ποιος άλλος, από το αστείρευτο υπερκαθαρευουσιάνικο γλωσσάρι και το δύσκολο των νοημάτων του. Η γλώσσα του Κ.Β., είναι μία γλώσσα, την οποία, καταλαβαίνουν, κάποιοι, μετρούμενοι στα δάχτυλα των δύο παλαμών και, που, γράφουν… της μιας παλάμης· έτσι είναι, και, ουδόλως υπερβάλλω… Το ίδιο -με λίγο παραπάνω- όσον αφορά τα νοήματα· βλέπεις, η μπουρζουαζία των τελευταίων δεκαετιών, μας ισοπέδωσε και μας έμαθε, όχι να κοπιάζουμε ούτε προβληματιζόμαστε, αλλά, όπως τα χρήματα, όλα να τα αποκτούμε με ευκολία· αδαπάνως, όσον αφορά το πνεύμα και το σώμα…
Η αλήθεια είναι, ότι πολλοί, πάμπολλοι παρασταίνουν τους Λογοτέχνες κρύβοντας την αμάθεια και αγραμματοσύνη τους, δήθεν, με το “λογοτεχνική αδεία”…. Πώς να το κάνουμε· ο Βούλγαρης ξέρει γράμματα· πολλά και καλά γράμματα· γράμματα, που, διδάχτηκε στο σχολειό, από καλούς καθηγητές και, που, ο ίδιος “έβαλε κ…” και τα έμαθε· διότι, “κακά τα ψέματα”, τα γράμματα, τότε, μαθαίνονται· στο Γυμνάσιο…. Και το αποδεικνύει σε κάθε του βιβλίο, ο γλωσσοπλάστης και γλωσσοπλόκος, Κ.Β., που, κάθε φορά, είναι, ένα βιβλίο = ένα λεξικό! κεντάει,ο άνθρωπος· πώς να το κάνουμε…· είναι ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ καθ’ όλη την κυριολεξία! Λογοτέχνης με τα όλα του….
“Ερημόλαλες ιστορίες και εξουσίες” είναι ο υπότιτλος στο 90φυλλο, λιτό βιβλιαράκι, από τις εκδόσεις “Βιβλιόραμα”, που, ο Κώστας, αφιερώνει: α) στον Ιταλό καθηγητή, φιλόλογο-ιστορικό, Λουτσιάνο Κάνφορα, β) στον διανοούμενο καθηγητή φιλοσοφίας -και όχι μόνο-, Στέφανο Ροζάνη, και γ) στην Τζίνα Πολίτη, καθηγήτρια Αγγλικής φιλολογίας και συγγραφέα….
Όπως είχαμε προβλέψει, και “πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις”, σε πολύ λίγο χρόνο, ο Κ.Β., μετά από το “Αυθάδεια λαγνεύουσα” παρουσιάζει το “Στον καιρό της ανέχειας”, ένα πόνημα, αρκετά, σύγχρονο….· το οποίο και μου το ταχυδρόμησε, προ μηνός· και του οποίου, την ανάγνωση, όλο και ανέβαλλα· ο λόγος; μα, τον είπα: το γλωσσάρι· και όχι, μόνο, αυτό, αλλά και η νηφαλιότητα, που, πρέπει να διαθέτεις, για να εισχωρήσεις στα υψηλά μεν, δυσνόητα δε, νοήματα, που, το ένα μετά το άλλο, παραθέτει, ο Κώστας…. Προχθές, όμως, δεν πήγαινε άλλο, ανασκουμπώθηκα, πήρα τη σκάλα και ανήλθα στο ρετιρέ της βιβλιοθήκης μου, και άρχισα να κατεβάζω, το ένα λεξικό μετά το άλλο, γραμματικές ξεχασμένες, αραχνιασμένα ανώμαλα ρήματα, συντακτικά, εγκυκλοπαίδειες…, όλα κουρνιασμένα, εδώ και δεκαετίες στα “ψηλά στρώματα”· -ευτυχώς, Κωστάκη, που, δεν είμαι αλεργικός στη σκόνη…. Περιττό, να ‘πω, ότι στη συνέχεια μπανιαρίστηκα, με την ανάγνωση ν’ αρχίζει την άλλη μέρα, το πρωί· μια ανάγνωση, που, κράτησε διήμερο(!) αφού, για την κάθε λέξη, για την κάθε φράση, έπρεπε να γίνει αντιπαραβολή -το διαδίκτυο αδυνατεί να παρακολουθήσει τον Βούλγαρη….
Θα μου ‘πεις, ο Κ.Β. είναι Μαθουσάλας; δεν ξέρει να γράψει στη σημερινή καθομιλουμένη; μωρέ, ξέρει και παραξέρει, κάτι που το δείχνει στις τελευταίες σελίδες του, π.χ. αυτές, με τίτλο -άντε να τον αναλύσεις- “τοις εντετυχηκόσι”! Κάτι άλλοι τέτοιοι τίτλοι του είναι και “το Μεταχθές”, “το Προαύριο”, “ο Δημοκράτωρ”… ενώ, οι λέξεις “απορουχοσυνάκτες”, “βρωμομυξαρέα”, “ομφάκινο βάμμα”, “εισπηδούν”, “καλοιώνιστος”, “αρρενοφθόρος”, “εμπυροσκοπία”, “Τύβυ”, Περίτιος”, “εύρινος”, “ακρατοστομία”, “συνθεριστείς”… κι ένα σωρό τέτοιες άλλες ανεβάζουν, τον Κ.Β., στη δεκάδα των “ιν”, σήμερα, πεζογράφων μας και, ως τον μοναδικό, στο είδος της πλούσιας και πανάρχαιας υπέροχης γλώσσας μας, της υπερκαθαρεύουσας και αρχαΐζουσας, μια γλώσσα, που, οικειοποιείται, πλέον, ο Κ.Β., και με την οποία, γλώσσα, παίζει ξεφουρνίζοντας αριστουργηματικές φράσεις, που, τον καθιερώνουν και τον σφραγίζουν….
Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, ότι, δήθεν, ο Κ.Β. είναι γλωσσαμύντορας -θα είναι λάθος να θεωρήσουμε κάτι τέτοιο-, είναι καλύτερο να δεχτούμε, ότι στις παραγράφους των αναγνωσμάτων του Κ.Β., διακρίνεις “Ελυτικές” και “Καβαφικές” ροπές· δηλαδή στην αρχαϊκή ή την εκκλησιαστική γλώσσα όλο και ρίχνει κάποια λέξη της δημοτικής, που, όμως, απορροφιέται χωρίς κραδασμούς και το αντίθετο· αυτή, άλλωστε, είναι η γλώσσα του Κ.Β.
Όχι, δεν πειραματιζόμαστε, εδώ, για να παρουσιάσουμε τα νοήματα του περιεχομένου, τα οποία, και χώρο θέλουν, αλλά και δεν το διακινδυνεύουμε…· όμως, το συνιστούμε, αυτό το βιβλίο, σε όσους βαρέθηκαν να διαβάζουν τα ίδια και τα ίδια….· το συνιστούμε, απερίφραστα, ως κάτι το διαφορετικό και μοναδικό….
Όσο για σένα, Κώστα, κάνουμε και άλλη πρόβλεψη, ότι, το επόμενο θα το κυκλοφορήσεις -θα είναι το “Βαλς”;- “εντός εμπορίου”, με το ξεψύχισμα του ’17…. Και σ’ αυτό, λοιπόν, “και σε άλλα με υγείες”….
Όσο για τα Δολιανά, προχθές, ήταν μια μαγεία! Το δάσος, αχ αυτό το δάσος· τι κρίμα, να μην είμαι ζωγράφος και με πινελιές ν’ αποτυπώσω σε καμβά τις φωλιασμένες κοκκινοσκεπές, τα εκκλησάκια…· τι ηρεμία, τι σιωπή· έκλεισα τα μάτια μου και απόλαυσα τη φύση, τα κελαδήσματα και τα ζουζουνίσματα…!

http://www.odosarkadias.gr/konstantinou-voulgareos-to-kenourion-anagnosma/
 (16-6-17)


Γεωργία Λαδογιάννη

Ανέχεια πόρων και δημοκρατίας 

Ο τίτλος είναι εναργής νοηματικά για κάθε αναγνώστη. Το ίδιο και οι ενδεχόμενες συνάφειές του. Π.χ. δεν μπορεί παρά να θυμηθεί κανείς την Έρημη χώρα και να σκεφτεί πόσο γόνιμα αξιοποιείται, στην επέκταση –που είναι και εξειδίκευση– του πρώτου μέρους του τίτλου. Τα πράγματα όμως δεν λειτουργούν έτσι και στην ανάγνωση του σώματος του βιβλίου. Είναι γνωστό, από προηγούμενα βιβλία  του συγγραφέα, ότι η γραφή συνιστά  έναν τόπο συνάντησης (και μνήμης) προηγούμενων κειμένων. Φυσικά, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Εννοώ κυρίως την εξαιρετικά επιδέξια χρήση αυτής της μνήμης, ώστε να δυναμώνει –μάλλον να δυναμιτίζει, μέχρι σημείου έκρηξης­– του νέου νοήματος. Ωστόσο, δεν είναι η δυναμική μιας νέας θεματικής, αυτό που θα παρατηρούσε κανείς, αλλά η δημιουργία μιας νέας έκφρασης· με λίγα λόγια το ύφος· η ρητορική της γραφής του Κώστα Βούλγαρη.
Το νέο βιβλίο κάνει αυτή την ιδιότητα ποιητική διαδικασία, ακολουθεί δηλαδή μια «αρχαιολογία» της συνάντησης κειμένων μέσα στην ιστορία της γραφής, στην ιστορία της ελληνικής γραμματείας. Η εποχή όπου πραγματοποιείται αυτή η συνάντηση είναι ο 12ος αιώνας των Κομνηνών. Αιώνας μιας πρώτης Αναγέννησης, όπως έχει χαρακτηρισθεί. Αιώνας που μας χάρισε –κατά μία υπόθεση χρονολόγησης– ένα εμβληματικό κείμενο. Το έργο Χριστός Πάσχων, έργο-κέντρων, τεκμήριο ανασύστασης –και θαυμασμού– του αρχαίου λογοτεχνικού είδους της τραγωδίας, σε εποχή χριστιανική, με πρωταγωνίστρια την Θεοτόκο. Η εποχή του 12ου αιώνα, ωστόσο, μας γοητεύει και για άλλους νεοτερισμούς. Την ίδια εποχή δημιουργείται –από τότε έχουμε μνημεία– νέα λογοτεχνία, νέα γλώσσα. Έχουμε την λογοτεχνική γλώσσα που ονομάστηκε δημώδης, γλώσσα και αυτή ανάμικτη, από τύπους της ομιλούμενης και της λογίας. Εμβληματικό, επίσης, κείμενο της δημώδους γραμματείας μας είναι τα ποιήματα μια θύραθεν ποίησης που ονομάζομε Πτωχοπροδρομικά και που τα αποδίδουμε στον Θεόδωρο Πρόδρομο ή Πτωχοπρόδρομο.
Η βυζαντινή επινόηση θέλγει –ίσως και δικαίως– την λογοτεχνία που θέλει να διεκτραγωδήσει την παρούσα ανέχεια και τις  ερημόλαλες εξουσίες. Η βυζαντινή μνήμη της αρχαίας τραγωδίας (Χριστός Πάσχων) και η αιτητική –όπως έχει ονομαστεί– ποίηση των Πτωχοπροδρομικών γίνονται στις μέρες μας πρότυπα λογοτεχνικής ρητορικής. Και επειδή το ύφος είναι η ουσία της ποίησης, η τραγωδία και η ζητιανιά, ο (αδιέξοδος) θρήνος και η χαμέρπεια (ηθική και πολιτική) βρίσκουν τον φυσικό τους δρόμο στα βυζαντινά ανάλογα. Χωρίς όμως και να εξαντλούνται εδώ τα ρητορικά πρότυπα, όπως το, επίσης, εναργές των Διαλόγων του Λουκιανού ή των ονείρων από τα Ονειροκριτικά του Αρτεμιδώρου.
Βέβαια, πολλά θα είχε να πει κανείς για την τάση ανάμιξης των γενών στην λογοτεχνία των ημερών μας, όπως και για τους χαρακτηρισμούς μοντέρνο/ μεταμοντέρνο ή κατά πόσον μπόρεσε η λογοτεχνία να αξιοποιήσει όχι μόνο φιλολογικά αλλά καλλιτεχνικά/αισθητικά τα εργαλεία/λύσεις που πλέον διαθέτει η πολιτισμική μας αγορά. Αξίζει όμως μια συζήτηση για αυτά και για άλλα πολλά, που μένουν στο σκοτάδι της επίσημης φιλολογικής γνώσης.
Το νέο βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη είναι ένα πολιτικό δοκίμιο που το απολαμβάνεις ως την ποίηση μιας δημιουργικής ευφυίας. Έχει ευσύνοπτη έκταση –μιας μικρής αφήγησης- αλλά εξαιρετικά περίπλοκη δομή, λόγω της κειμενο-διαλογικής του φύσης (μέσω της εγ-κέντρισης). Η αναφορά στον Ντοστογιέφσκι, στις τελευταίες σελίδες, θα πρέπει να εννοηθεί ως υπογράμμιση δύο διαφορετικών εποχών στην αφήγηση, πέρα από όποιες άλλες που σχετίζονται με την πρόθεση του συγγραφέα. Αντικειμενικές, επίσης, συγγένειες, πέρα από τις δηλωμένες και στο μότο του βιβλίου, διαπιστώνομε με τον Κώστα Βάρναλη. Μάλιστα θα λέγαμε ότι η σχέση που διακρίνεται είναι του «οδηγού» του όλου συγγραφικού εγχειρήματος. Ο Βάρναλης «έδειξε» τον ταπεινωμένο άνθρωπο, τον μαθημένο να φοβάται γι’ αυτό και ο συγγραφέας της ανέχειας τού αναγνωρίζει ιστορική διαύγεια και ότι η δική του γραφή ξεχώρισε από την μόδα του ηρωισμού της ποίησης της εποχής του. Ακόμη, τού αναγνωρίζει ότι αρκέστηκε σε όσα καρναβαλικά, για τους εξουσιαστές, και όσα απομυθοποιητικά, για τον λαό. Στον ποιητή Βάρναλη αφιερώνει και το τελευταίο κείμενο, ένα ερωτικό διήγημα, με το οποίο κλείνει το βιλίο: Ο οργασμός της Μπετίνας, με το μοιραίο θηλυκό όνομα της θρυλικής Μπετίνας Φραβασίλη που έστειλε τον Βιζυηνό στο Δρομοκαΐτειο. Βέβαια, το ερωτικό στοιχείο διαποτίζει αρκετά μέρη του κειμένου, όπως το κεφάλαιο Αλληλουχίες θραυσμάτων με τα επεισόδια ενός νυκτερινού πειρασμού, που βάζει σε δοκιμασία ανάλογη εκείνης των μαρτύρων και αγίων του χριστιανισμού και γίνεται η ρητορική γέφυρα για να υιοθετηθεί το ύφος αντίστοιχων αγιολογικών μαρτυριών.      
Γενικά, στο εσωτερικό του βιβλίου χωνεύονται ιδέες, αναγνωρίσιμα πρόσωπα και συνθήκες, συμπεριφορές, απολογισμοί και προβλέψεις, ιστορικές αναφορές (γαλλική επανάσταση και γκιλοτίνα, αποικιοκρατία), μνήμες κειμένων και λογοτεχνικών ειδών (αφήγηση, βιβλικός λόγος και πληροφορίες, ρητορικά σχήματα, διάλογοι, μίμοι, εγκώμια, θρήνοι και μοιρολόγια, παροιμίες κ.ά.). Είναι τα κυρίως υλικά που αναπτύσσουν μέσα από μια ρητορική ποιητική τον καιρό της ανέχειας πόρων, δημοκρατίας, πολιτικής υποθήκης, αλώβητου κοινοβουλευτισμού, επαγρύπνησης, ευθυκρισίας, έρωτα, τέχνης, ελπίδας.
Στην ελληνική αγορά, όπου προωθούνται οι ευπώλητοι ρεαλισμοί, ένα βιβλίο σαν το παρουσιαζόμενο δεν έχει πολλές ευκαιρίες για να εξασφαλίσει αναγνώστες,  αλλά είναι καιρός να ξεκινήσουμε από αυτό το σημείο, να κάνουμε δηλαδή πράξη την αντίσταση στο εύκολο και τις συμμαχίες του. Μπορεί να το θέσει κανείς και ως ερώτημα: θα γίνει «ευπώλητη» η «έκδοση εκτός εμπορίου» Στον καιρό της ανέχειας. Ερημόλαλες ιστορίες και εξουσίες του Κώστα Βούλγαρη;

Η Γεωργία Λαδογιάννη είναι Kαθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων



Νίκος Μαυρέλος

Οι κατοικημένες λέξεις και η ιστορία τους:
πολιτικές και αισθητικές προεκτάσεις του αφηγηματικού λόγου

Το πρώτο δεδομένο που εκπλήσσει κάποιον αναγνώστη, ο οποίος δεν γνωρίζει ήδη τον πεζογράφο Κ. Βούλγαρη, είναι τα οιονεί «εφθαρμένα» ελληνικά καιρών αγνώστων, χαρακτηρισμένων ως σκοτεινών, αλλά με φωτεινά πνεύματα που παραγκωνίστηκαν, λόγω γλωσσικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής, πολιτικής ή άλλης τοποθέτησής τους. Εδώ, όπως και στα άλλα έργα του από την Αερσίλοφο Χώρα (2011) και μετά, έχουμε μια πολυφωνική αφήγηση σε γλώσσα υβριδική, σημαδεμένη αρνητικά από τους πνευματικούς ταγούς που την έβλεπαν, ή και τη βλέπουν, ως γλώσσα εφθαρμένη, και τις ιδέες της αντιδυτικές, διατυπωμένες από ανθρώπους με στάση αντιδυτική. Στη γλώσσα αυτή αναμειγνύονται στοιχεία λόγια και ταυτόχρονα στοιχεία αμαθών ιερωμένων, εμπόρων, πρακτικών ανθρώπων κλπ. Η διήθηση της παράδοσης αυτής από την καθαρευουσιάνικη ελίτ του 19ου αιώνα, ή τη δημοτικιστική του 20ού, την απίσχνασε από τη ζωντάνια της με αποτέλεσμα να θεωρείται σχεδόν υποτιμητικά ως λαϊκή (και άρα σχεδόν φολκλορική). Την αλίευση λέξεων ψηφίδων και φράσεων ανάμεικτων ως προς το ύφος ακολουθεί η (ανα)δόμηση ενός λόγου υβριδικού, ή “μακαρονικού” (όπως θα έλεγε ο Κοραής), σε μωσαϊκό λόγου σχεδόν γκροτέσκο γλωσσικά και υφολογικά. Η γλώσσα, ως βιωματική ένωση με τον λόγο, συμπληρώνεται από τον αναγνώστη, o οποίος ανοικειώνεται συνεχώς και καλείται να φτιάξει έναν κόσμο με νέα σημαίνοντα που αντιστοιχούν σε υπάρχοντα σημαινόμενα, αλλά σημαίνοντα που δεν είναι άμοιρα της γλωσσικής του παράδοσης (αν φυσικά την ξέρει όλη!). Φτιάχνει έτσι έναν δικό του κόσμο ο αναγνώστης, με άξονα την πολυγλωσσία και λέξεις που αποτελούνται από κομμάτια οικεία, αλλά ανοίκειο, σήμερα, τελικό αποτέλεσμα, ως απότοκο του συνδυασμού αυτών των κομματιών.
Τα κατοικημένα ή οικεία κομμάτια σε ένα σημαίνον-λέξη, που υπήρχε αλλά είναι απολύτως ανοίκειο για τον σημερινό αναγνώστη, μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο αν αυτός είναι σε εγρήγορση. Για παράδειγμα η λέξη «φαεσίμβροτος» (σ. 73), είναι πολύ δύσκολη ως όλον, αλλά το φάος/φως και ο βροτός είναι οικείες στον μέσο αναγνώστη. Το ίδιο ισχύει και με τις σημασίες ευκολότερων λέξεων. Για παράδειγμα, το σημαίνον «θεατροκρατία» (σ. 70) μπορεί να μπερδέψει αποκομμένο από τα συμφραζόμενά του, αν αφορά σε κυριολεκτική κυριαρχία επί του θεάτρου και της παραγωγής του (όπως εμφανίζεται η κύρια σημασία της λέξης στα λεξικά της Αρχαίας Ελληνικής) ή τη μεταφορική σημασία της πολιτικής εξουσίας που παίζει θέατρο, όπως εμφανίζεται στους Νόμους του Πλάτωνα. Η ίδια η λέξη γίνεται πεδίο μάχης και αναδύεται περίπου ως σημαίνον-νεολογισμός, του οποίου το σημαινόμενο εντοπίζεται από όλους. Το ίδιο ισχύει και για τη μετοχή «κυνοφθαλμιζόμενος» (για τον δήμο-όχλο), η οποία τοποθετείται εδώ σε σχέση με το εξιλαστήριο θύμα-αποδιοπομπαίο τράγο σε μια κοινωνία περίπου όπως τη σημερινή, όπου η φαντασία οδηγεί όχι στον ενοφθαλμισμό του «κυνός» (αντικείμενο) αλλά σε οφθαλμισμό σαν του «κυνός» (επιθετική προσδιοριστική σημασία), στο κυνικό μάτι με το οποίο ο όχλος βλέπει το εξιλαστήριο θύμα. Η λέξη, συνεπώς, εγκλείει ως μονάδα μια ολόκληρη πρόταση, στην οποία το κυριολεκτικό με το μεταφορικό συναντιούνται και ο ρόλος του αναγνώστη γίνεται κομβικός. Αυτή η φαινομενικά λεξιλαγνική αλίευση από τις παλαιότερες μορφές της γλώσσας (αρχαία, βυζαντινή και υστεροβυζαντινή), δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στη γλώσσα μας. Ωστόσο, η τοποθέτησή τους στο επίπεδο της φράσης ή της παραγράφου, σε συνδυασμό με υφολογικές ανισορροπίες εντός της ίδιας πρότασης ή περιόδου (π.χ. λέξεις δημώδους και αρχαΐζουσας εντός της ίδιας φράσης, “λανθασμένη” σύνταξη ρημάτων ή χρήση πτώσεων), οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα ανοικειωτικό.

ΕΝΔΕΙΓΜΑ. Εις αρτιθαλή πεδία της τέχνης, ήδη υφίσταται τρόπος φοιτήσεως και αναπτύξεως εννοιών και μορφών νέων, αγαθών και καλών και ασύλων, όπου το κάλλος ευρίσκεται αμήχανο, γυμνό παντός προκαλύμματος και πάσης επιτεχνήσεως, και την αλήθεια προθέτει, ανώλεθρο και πάσης περιγραφής ελεύθερο, απλό και ασύνθετο και αμιγές και αλλότριο παντός δεσμού.
Τούτο καθίσταται η όντως ελευθερία, ότι αυτή των πάντων χορηγός και διανομέας, αστασίαστος και αμάχητος και ηρεμούσα και ειρηναία, ως διαρκώς εν αυτοπολέμω τυγχάνουσα.

          Σε ειδολογικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο ύφους το οποίο κάθε ειδολογική κατηγορία συνεπάγεται, έχουμε μια σχετικά διακριτή γκάμα: η υιοθέτηση αποκαλυπτικού ύφους, που παραπέμπει στις Γραφές, και του προφητικού των αναλόγων συναφών κειμένων είναι περισσότερο δηλωτική-αφοριστική (ως εξουσιαστικός λόγος), ενώ το φιλοσοφικό-διαλεκτικό χρησιμοποιείται για να υποστηριχτεί μια συγκεκριμένη άποψη και αποτελεί έμμεσο τρόπο προβολής χωρίς αφοριστικό τρόπο, περισσότερο «διαλογικό» (κατά Μπαχτίν) θα λέγαμε. Γενικά, ο διάλογος επικρατεί και ως μορφή σε μεγάλα κομμάτια του κειμένου, σε όλες τις ειδολογικές του εκφάνσεις και τους χαμαιλεοντισμούς. Από την άλλη, η ειδολογική κατεύθυνση προς το είδος του επιγράμματος ή του επιτάφιου (με την υφολογική της επιλογή προς τον ελεγειακό τόνο) ή το καθαρά θρηνητικό ύφος του ανάλογου λαϊκού είδους, επίσης γνωστό στη λαϊκή και θρησκευτική γραμματεία (Επιτάφιος Θρήνος, θρήνοι για Πόλη κλπ.), συνυπάρχουν με το (επ)αινετικό ύφος, που επίσης θυμίζει θρησκευτικά κείμενα, όπως οι Χαιρετισμοί, αν και εδώ αποσπώνται πλήρως από τα θρησκευτικά τους συμφραζόμενα και, διαλογικώ τω τρόπω, εντάσσονται στον εξεχόντως πολιτικό λόγο, με την ευρύτερη έννοια του «πολιτικού», και αναδεικνύουν τη σχεδόν μεταφυσική πλευρά του αδιεξόδου στο οποίο περιήλθε η πολιτική και πολιτισμική ταυτότητα του λαού στις μέρες μας. Στην πολύ μεγάλη γκάμα των ειδολογικών μορφωμάτων (αν και με μικρότερη σε έκταση χρήση) εντάσσονται και η Ωδή, η Βιογραφία (σε σημείωμα), το Μηνολόγιο, ο κατάλογος και η στιχομυθία.
          Ο κυρίαρχος ρόλος των ειδολογικών κατηγοριών της βυζαντινής ρητορικής επανέρχεται, με μια ευρύτητα χρήσης που θυμίζει την προ του 19ου αιώνα κατάσταση του «λόγου». Επιχειρείται η υιοθέτηση του ρυθμικού πεζού λόγου των βυζαντινών συγγραμμάτων, που ο 19ος και ο 20ός αιώνας, είτε στην καθαρευουσιάνικη είτε στη δημοτικιστική εκδοχή τους, αποκαθήλωσαν στρεφόμενοι προς δυτικά ή αρχαιοελληνικά πρότυπα, επιστημονικότροπα-αντικειμενικά ή ιδεαλιστικά-εθνοκεντρικά ιδεολογήματα, αναδεικνύοντας αντί να ενώνουν τη διαφορά της ρωμαίικης από την αρχαία μορφή της ελληνικής γλώσσας και ρητορικής. Εδώ, το αποτέλεσμα είναι κάτι νέο, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ξεκίνησε ο συγγραφέας με τη στροφή στο έργο του, από το «λογοτεχνικό αρχείο» Αερσίλοφος χώρα και μετά, και ιδιαίτερα με την Αυθάδεια λαγνεύουσα (εκδόσεις Κέδρος, 2016). Η ρητορική και γλωσσική σκευή του Βυζαντίου και των μεταβυζαντινών χρόνων της Οθωμανοκρατίας απομεταφυσικοποιείται και εισάγεται στο νέο περιβάλλον το οποίο βιώνει ο Έλληνας του 21ου αιώνα. Εκεί, για παράδειγμα, το Μηνολόγιο από θρησκευτικό είδος γίνεται κοσμικό, με μια παράλληλη «ανάγνωση» της συνύπαρξης πολιτισμών στον καιρό της κρίσης του μεταναστευτικού, με την παράλληλη τοποθέτηση των ονομάτων μηνών στο εβραϊκό, το μακεδονικό, το αιγυπτιακό-κοπτικό και το ρωμαϊκό δυτικό ημερολόγιο. Ταυτόχρονα, το ίδιο είδος αναμειγνύεται με την αποκαλυπτικού τύπου αφήγηση, με τις πληγές του Φαραώ να παρατίθενται, ανανεωμένες, ανάλογα με τον μήνα. Αναλόγως, η γενεαλογία ως εγκιβωτισμένο είδος στην Παλαιά Διαθήκη, μετατρέπεται, μεταμυθοπλαστικώ τω τρόπω, σε γενεαλογία της λογοτεχνικής κειμενικής παράδοσης (ελληνικής και όχι μόνο).

ΜΗΝΟΛΟΓΙΟ
Νησάν, Φαρμουθί, Ξανθικός, Απρίλιος.
Πρώτη πληγή, των νευροσπάστων σκνιπών.
Είαρ, Πάχων, Αρτεμίσιος, Μάιος.
Δευτέρα πληγή, φλυκτίδες αναζέουσες.
Σιουάν, Παϋνί, Δέσιος, Ιούνιος.
Τρίτη πληγή, μεταβολή πετραίου ελαίου εις αίμα

Παράλληλα, η ύπαρξη στο τέλος του κειμένου τής μεταμυθοπλαστικού τύπου μικροαφήγησης («Οργασμός της Μπετίνας») λειτουργεί ως υπόμνηση του γενικότερου τίτλου του ευρύτερου λογοτεχνήματος Στην αγκαλιά της Μπετίνας, που ανακοινώνεται στο εσώφυλλο πριν την έναρξη του κειμένου, ως «πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας» ή «αφηγηματικού κύκλου εν εξελίξει». Θα λέγαμε ότι έτσι ο συγγραφέας συνεχίζει την ενδοδιαλογική υφή του έργου του από το Εμφύλιο σώμα και μετά.
          Η πορεία του κειμένου είναι ωστόσο χαρακτηριστική της σύστασής του και θα την ακολουθήσουμε εν συνεχεία. Η εναρκτήρια παρουσίαση της μεταφυσικής της αυγής (έω) ως λεκτικού ντύματος της ελπίδας-λεπίδας με πίστη σε κάτι που είναι δεδομένα αδύνατο και μάλλον αρνητικό, αποτελεί ταυτόχρονα την έναρξη του κάθε αφηγήματος για μια πραγματική εξωκειμενική κατάσταση (λογοτεχνική και κυρίως πολιτική εν προκειμένω). Ο «αδιανόητος τοκετός», που θυμίζει τη γνωστή σάτιρα της Ακολουθίας του Σπανού, μας αποκαλύπτει με ύφος μεταφυσικό μια πραγματική κατάσταση της μετατροπής μιας ελπίδας σε εφιάλτη. Ο ρόγχος της πραγματικότητας απο-μεταφυσικοποιεί την ιδεολογία ως «κανόνας» της ιστορικής πορείας. Η μονολογική ταυτότητα της εξουσίας, όχι απαραίτητα εκείνης που εμφανίζεται ως τέτοια αλλά των κινούντων τα νήματα αοράτως, απογυμνώνει την «πολυφωνική και διαλογική» υπόσταση της ανθρώπινης φύσης. Η αρένα του λόγου είναι παρούσα σε όλες της τις εκφάνσεις, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι η διαφυγούσα αξία σχετίζεται με την παραμέληση της ιστορικής πορείας και συνείδησης.
Παρουσιάζοντας στη συνέχεια την πόλη ως καλειδοσκόπιο, ο συγγραφέας πέραν τη σταθερής προσήλωσής του στον ευρύτερα «πολιτικό» στόχο όλου του έργου (πόλις και δημοκρατία), δηλώνει με τη χρήση του είδους του καταλόγου την ανθρωπογεωγραφία του κειμενικού τοπίου του. Σε ένα από τα πιο «πολιτικά» κεφάλαια, από τη μία ο ηγέτης-«φίλος του λαού» και από την άλλη ο πολίτης-οπαδός που για πολλά χρόνια συνυπάρχουν και αλληλοεπιδρούν, οδηγούν (ή οδήγησαν) σιγά-σιγά στην αποδυνάμωση ή κατάρριψη του ιδεώδους της προόδου, αποκαλύπτοντας το πολλαπλά σκληρό πρόσωπο μιας πραγματικότητας. Έτσι, στο επόμενο κεφάλαιο («Κρίση»), αναδεικνύεται τόσο η οικονομική πλευρά της σημερινής κρίσης όσο και η καθαρά διαπολιτισμική και παγκόσμια, της μετακίνησης πληθυσμών.

Η ΚΡΙΣΗ. Με τούτα, κακείνα, ως της κοπώσεως της προόδου αφανείς απολήξεις, επέρχεται επιδημία ποικίλων ελλείψεων και αδηφάγων παθών, αφειδώς τον πληθυσμόν ολοθρεύουσα.
Προσέρπουσες χρημάτων αφαιρέσεις και αποπέμψεις και εκτοπίσεις και απαγωγές και σφαγές και φυγές και ασέλγειες και τρυφές και βρώματα μαγγανείας, και άλλες συμφορές ανδρών και γυναικών και κακών επαγωγές, ως δίκη πολύχειρ και τιμωρός επιπεσούσα φιλότιμος.

Ο μεταφυσικός-αποκαλυπτικός τόνος αφορά σε έναν τόσο ωμό ρεαλισμό και μια εικόνα αρκούντως απόκοσμη που σίγουρα από κάποιους παρουσιάζεται (στην εκτός του κειμένου μας πραγματικότητα) με μεταφυσικά κριτήρια (προφητείες κλπ.), ενώ από άλλους με ρεαλιστικά ή και υλιστικά (εμπορικά, οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα). Το πορτραίτο της Δημοκρατίας που ακολουθεί στο επόμενο κεφάλαιο, ειδολογικά και υφολογικά κινούμενο ανάμεσα στις Γραφές και την αρχαιοελληνική παράδοση, διάστικτο από σπαράγματα κειμένων, αναδεικνύει την ιστορική πορεία μέσα από κειμενικές ατραπούς που δηλώνουν και περιόδους ιστορικές. Στο κέντρο του έργου τοποθετείται το διακύβευμα της Δημοκρατίας στην Πόλη/Πολιτεία (ειδικά σήμερα), συνομιλώντας με τον Θουκυδίδη, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, αλλά όχι μόνο με αυτούς.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Ως αττικός λίθος αυτοφυής ελογίζεσο, ως αδελφή της προόδου, μετ’ αυτής άτμητον ζεύγος, της ιστορίας εκλεκτότερο τέκνο· ημείς, δε, γνωρίζοντες το υπό εσού αμετάθετο, ησυχάζαμε.
Νυν, εκ της προτέρας σου δόξης, το σχήμα σου μόνο απέμεινε. Πυργώματα εννοιών και λοιπά οχυρώματα και οικείοι ναοί σου και άλλα κτίσματα, ως των αρχαίων στέκουν αγάλματα άεργα.

Στη μέση του όλου έργου, με το κεφάλαιο «Το ομοίωμα» περνάμε από την εξωκειμενική αναφορά σε πολιτική εξουσία στην ενδοκειμενική αναφορά για τον εξουσιαστικό λόγο, ή μάλλον τον εξουσιαστικό «μονόλογο», κάθε είδους. Έτσι, παρουσιάζει τη νέα μορφή αυλικής ποίησης, που θα αφήσει τον ποιητή «άνεργο», έρμαιο στης «δημιουργικής γραφής», «το νεότευκτο επάγγελμα» με την «πληθώρα απεικασμάτων», η οποία προσφέρεται να καταναλωθεί «ως προσιτή διά κάθε βαλάντιον».
Στα επόμενα δύο κεφάλαια («Αλληλουχίες θραυσμάτων» και «Ο δημοκράτωρ») παρουσιάζονται με εντελώς διαφορετικό ύφος (αποκαλυπτικό-ονειρικό το πρώτο και θρηνητικό το δεύτερο) οι πτυχές της πραγματικότητας: από τη μία η ανθρωπιστική κρίση ως «οικονομική» ή έστω αριθμητική επίπτωση στην ακύρωση της ελπίδας και, από την άλλη, η πολιτική κρίση ως μετάλλαξη των για πολλά χρόνια δεδομένων στον ιδεολογικό τομέα. Ειδικότερα στο κεφάλαιο «Ο δημοκράτωρ», η πληθώρα ρητορικών τεχνασμάτων και η συνύπαρξη πολλών ειδολογικών μορφών για την απεικόνιση φιλοσοφικών εννοιών πολιτικής φύσης αναδεικνύουν καλύτερα την ταυτότητα του λόγου που ο αναγνώστης αντιμετωπίζει προ ομμάτων από την αρχή του κειμένου: έναν πολιτικό λόγο περί Δημοκρατίας σήμερα, η οποία παγκοσμίως τίθεται σε δοκιμασία (π.χ. οι Η.Π.Α. μετά την εκλογή του Τράμπ), αφού ακόμα και η φασιστική πολιτική άποψη, που νομίζαμε ότι εξαφανίστηκε, επανεμφανίζεται ισχυρή, ειδικά στις ευρωπαϊκές χώρες. Πολλαπλά ολισθηρή λέξη ο δημοκράτωρ του τίτλου του κεφαλαίου, η οποία τελευταία χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε ποικίλα κείμενα[1].

Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΩΡ. Ακόμη και εσύ, πολιτευμάτων πολίτευμα, η πρώην υψίθρονος, η μεγαλοπρεπής στο είδος, η αξιοπρεπεστέρα ως παράδειγμα, τώρα, προ των ανήκουστων δυσπραγημάτων, προ του βδελύγματος της ερημώσεως, την τραγωδία σου εις κωμωδία τρέπεις, ποιουμένη την γελοιώδη των κακών σου αφήγηση.
Πώς το κύρος σου, το αχανές ως πέλαγος, υπό τυχαρπάστου ανέμου διαρριπίζεται και καταλύεται και μεταστρέφεται; Πώς θυμηδή κεράσματα απολαμβάνεις, και, επιμειδιώσα, εις αθέμιτα αγωνίσματα επιδίδεσαι; Πώς, η πριν κρινοστόλιστος, την κόνιν αξέστων προσώπων φιλείς και εις τον στάζοντα θερμό ιδρώτα αυτών εφάπτεσαι; Πώς οχεύεσαι την άλογον αφροδίτη των βυσσοδομούντων; Πώς το σχήμα σου αποτάσσεσαι, και σατράπη βαρβαρώδη αποζητάς; Πώς, ως λάφυρο, εις την αγκάλη του παραδίδεσαι;

Κατόπιν, στα κεφάλαια «Το μεταχθές» και «Το προαύριο», ο Βούλγαρης παίζει εκ νέου με τον ίδιο το λόγο του (παλαιότερα «κείμενά» του), εισάγοντάς μας στη μετα-φυσική του λόγου και την τελετουργική του υφή ως διακυβεύματος, με έναν ρόλο καθοριστικό για τον προσδιορισμό και του πολιτικού σκηνικού. Ο μετανεοτερικός Ισαάκ θυσιάζεται ως παλαιός Ιησούς για το καλό του κόσμου, δεχόμενος όλο το μίσος ενός «δήμου» που έχει μετατραπεί σε όχλο, ή αλλιώς ενός ποιμνίου αμνών που έχει μετατραπεί σε κοπάδι προβάτων, ή, τέλος, ενός λαού πολιτών που έχει μετατραπεί σε ομάδα εξοργισμένων οπαδών. Ο σχεδόν μεταφυσικός ρόλος που επιφυλάσσεται στον λόγο, ή τη γλώσσα ως όχημά του, αναφαίνεται στο «Γενέθλιον», με τον προφητικό τόνο και τη ρητορική της αναγέννησης στην τέχνη του λόγου ως υποσχόμενη και την επακόλουθη αναγέννηση της πολιτικής υπόστασης των σκεπτόμενων ανθρώπων, μέσω ακριβώς αυτού του λόγου.

ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ. Έσται εκείνος του αιώνος καιρός, όπου παν σκεύασμα και θησαυρός σχάσει, χρυσωπός δε μόνον ο αιθήρ της εγερτηρίου φλογός, που βοσκούσα άπαντα επίγεια και χθόνια και μετάρσια αναιρέσει, και εις ουσία μία, ομόδημο και ομοθάλαμο, και πολύμορφο και πολύαρχο, και σύμμοχθο και σύναθλο, και πολύθροο και πολύπλωρο, μεταπλάσσει του κόσμου την τάξη, επακόλουθο δε ασφαλές, έρως και τέχνη και φιλοσοφία το όφελος.
ΤΟΥΤΟ ΓΑΡ. Ασύμμετρο και ατελεύτητο και αυτοέλικτο, ως των κυμάτων ο φλοίσβος, και δυσπρόσιτο και λιποφεγγές και υπερφίαλο, ως της ανταρσίας τα κινήματα, και πολύαρχο και πολύγονο και πολύφωνο, ως της ζωής τα καθέκαστα, θα αναφανεί εις τα πεδία τα καταδιαβεβρωμένα υπό της ζωικής άλμης –όπου ουδέν ευδοκιμεί, άξιον λόγου και βιωτό, παρά μόνον άμμος και πηλός αμήχανος και βόρβοροι ευρίσκονται επί το πλείστον της γης– και τους ανθρώπους, ως λυσίκακο και παυσίλυπο φάρμακο, πολλαπλώς ευνοήσει, προσέτι δε ποιήσεως και ιστορίας την αρχαία εκείνη σχάση αναιρέσει, και εις νέα συγκλήρωση αυτές οδηγήσει, στην κοίτη του αεί εφεδρεύοντος ρέοντος λόγου.

Το καταληκτικό κεφάλαιο («Προς το παρόν»), με τη γενεαλογία της γραφής και τη χωροποίηση του χρόνου (το πάγωμά του δηλαδή) στον «κείμενο» λόγο, αποτελεί ένα πρώτο ή «προς το παρόν» γέννημα του νέου πολυφωνικού λόγου με την υβριδική του υφή. Πρόκειται για το μοναδικό καθαρά αφηγηματικό κομμάτι, με εγκιβωτισμένο στην κανονική σχεδόν ρεαλιστική αφήγηση ένα κατ’ εξοχήν αποκαλυπτικό αφήγημα ως ερμηνεία των δεδομένων της αφήγησης του πρώτου (ρεαλιστικού) επιπέδου. Πρόκειται εν τέλει για ένα κεφάλαιο ως αυτόνομο αφήγημα που καταλήγει στη γενεαλογία της γραφής με ακυρωμένη τη χρονική έκταση ανάμεσα σε μεγάλους συγγραφείς (π.χ. Ροΐδης – Μπόρχες) και χαοτικά μεγάλη ανάμεσα σε άνισα παραδείγματα και μεγέθη αυτών (π.χ. Άσμα Ασμάτων – Σεφέρης).
Τέλος, στο επιλογικό κεφάλαιο «Τοις εντετυχηκόσι», κατοπτρικά ανάποδο ανάλογο του «Τοις εντευξομένοις» στην Πάπισσα Ιωάννα, ο συγγραφέας αφηγείται την περιπέτεια του βιβλίου του (για να θυμηθούμε και το ομότιτλο έργο του Καχτίτση). Η καρναβαλική πραγματικότητα (κειμενική και εξωκειμενική) περιγράφεται ως αντικείμενο, αλλά καταλήγει με μια αφιέρωση στον Βάρναλη του μικροαφηγήματος που προαναφέρθηκε («Οργασμός της Μπετίνας»), ως προάγγελο του επόμενου αφηγήματος του Βούλγαρη, το οποίο αναφέρεται στο εσώφυλλο με τον τίτλο Βαλς. Εν αναμονή λοιπόν…

Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Δημοκρίτειο πανεπιστήμιο Θράκης
oanagnostis.gr, 12-9-2017





[1] Η πρώτη έννοια που έρχεται στο μυαλό του αναγνώστη συνδέεται με τη δημοκρατία και εύκολα τον παρασύρει να την εκλάβει ως θετική. Βέβαια, από τη θουκυδίδεια «ενός ανδρός αρχή» (Ιστορία 2.65.1–2.65.13) έως τον «δημαγωγό» στην Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη (22.3), πάντα θα βρούμε αρνητικές πλευρές. Ωστόσο, από τα συμφραζόμενα αλλά και από την ιστορία της λέξης, θα πρέπει να αναγνωρίσει ο αναγνώστης ότι η λέξη «δημοκράτωρ» χρησιμοποιείται στον 10ο αιώνα από τον Θεοδόσιο τον Διάκονο στο Περί Αλώσεως της Κρήτης (περ. 962-3), ενώ συνδέθηκε και με την Ιστορία του Δίωνα Κασσίου, η οποία στο Βυζάντιο έχει μεγάλη διάδοση στη χειρόγραφη παράδοση (μαζί με τη λέξη που μας ενδιαφέρει) και στον επόμενο αιώνα. Πρόκειται, συνεπώς, για μια σπάνια λέξη που επανήλθε με πολλαπλές συνυποδηλώσεις στις μέρες μας, μια 'κατοικημένη' λέξη, κατά τον διαλογικό τρόπο του Μπαχτίν.




Πέρσα Κουμούτση

Οι συνθήκες της κρίσης

Στον καιρό της ανέχειας, ερημόλαλες ιστορίες και εξουσίες, είναι ένα πολιτικό αφηγηματικό δοκίμιο μικρής έκτασης, πυκνό όμως σε νοήματα και ιδέες, που πραγματεύεται αυτό ακριβώς που υπαινίσσεται (ο τίτλος του): την εποχή της ανέχειας, της κρίσης, κι όχι μόνο της οικονομικής, αλλά κυρίως τη κοινωνικής, της ηθικής και της πολιτικής κρίσης, με κείμενα στα οποία καταγράφει με παραστατικό τρόπο και δηκτική ματιά ιστορίες από το παρελθόν αλλά και το πιο πρόσφατο παρόν, κατά τις οποίες ο άνθρωπος ήλθε αντιμέτωπος με την απόλυτη ένδεια, την ισοπέδωση της αξιοπρέπειάς του, την ταπείνωση, χωρίς να μπορεί να αντισταθεί σθεναρά, να υψώσει το ανάστημά του στην εκάστοτε εξουσία που τα προκαλεί.. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι μια σπουδαία αλληγορία για  την τραγελαφικότητα των συνθηκών που  εξουσιάζουν τον άνθρωπο διαχρονικά και δεν του επιτρέπουν να διδαχτεί από την ιστορική εμπειρία. Πάντα με φιλοσοφικές προεκτάσεις, τη δική του προσωπική θεώρηση, με έμμεσους ή άμεσους σχολιασμούς του παρόντος και με μια αδιόρατη ειρωνεία, που πηγάζει μάλλον από την πικρία της διάψευσης. Ίσως πάλι και της συνειδητοποίησης της συγκεκριμένης αλήθειας.
«Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος, όσο πιο κουρασμένος, τόσο λιγότερο ανασαίνει, σκέφτεται και θυμώνει»· με αυτούς τους στίχους του Βάρναλη επιλέγει να μας εισαγάγει στο θέμα του, να επικυρώσει τους συλλογισμούς του, τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης κατάστασης που υπαινίσσεται το βιβλίο, τον φόβο που εξουσιάζει τον άνθρωπο και διαφεντεύει τις πράξεις του ή και την απραξία, την παθητικότητα ή και την ευπιστία του· για αυτό και εύλογα ανατρέχει στην ιστορία: Πλήθος ιστορικών και μη αναφορών,  απ’ όπου αντλεί το μεγαλύτερος μέρος της έμπνευσής του, όπως δεν λείπουν αναφορές, αναλογίες και αντιστοιχήσεις σε άλλες ιστορικές περιόδους της παγκόσμιας ιστορίας: Βυζαντινή εποχή, γαλλική επανάσταση,  αποικιοκρατία κλπ, που μαζί με τις  διακειμενικές αναφορές άλλων λογοτεχνικών ειδών: διάλογοι, θρήνοι και μοιρολόγια της «παλαιάς» Ελλάδας,  τις παροιμίες  κ.ά  υπογραμμίζουν, ενισχύουν και ρίχνουν  περισσότερο φως και ολοκληρώνουν τη σκέψη του. Άλλωστε όπως καταδεικνύει η σπουδαία λογοτεχνία, στη οποία συγκαταλέγεται και το παρόν έργο, ο άνθρωπος ουσιαστικά δεν αλλάζει, η ανθρώπινη μικρόνοια, η τάση του να εξοικειώνεται με την ταπείνωση, την πενία, τη στέρηση και να την αποδέχεται ως «κομμάτι» της μοίρας του, υπήρξε και θα υπάρχει, θα είναι πάντα το τρωτό σημείο του, η αχίλλειος πτέρνα του.
Χαρακτηριστικό της γραφής του Κ. Βούλγαρη είναι μια «λόγια» γλώσσα, που τη χειρίζεται ομολογώ με ζηλευτή δεξιότητα, αλλά ενδεχομένως αυτό να αποτελεί  εμπόδιο για να φτάσει ο στοχασμός και οι σκέψεις του σε ένα ευρύτερο ή πλατύτερο κοινό. Όμως, ο Κώστας Βούλγαρης αντιστέκεται. Δεν τον ενδιαφέρει να «μεταγράψει» τα βιβλία του σε μια «λαϊκότερη» ή όπως θα λέγαμε πιο εύληπτη γλώσσα. Εδώ και πολλά χρόνια επιμένει ποιοτικά, στοχαστικά, ποιητικά, αλληγορικά,  αντιστεκόμενος στο εύκολο, το εύπεπτο, με άλλα λόγια στους «πιασάρικους» και πιο «εμπορικούς» τρόπους. Το βιβλίο αυτό θα έλεγα ότι συνεχίζει την παράδοση της γραφής και των θεμάτων που πραγματεύεται ως σήμερα, σαν μια ψηφίδα ενός ολοκληρωμένου έργου. Μαζί με το δοκιμιακό βιβλίο του Υπό το Φως της κρίσης -και αυτό εκτός εμπορίου- ένα άλλο βιβλίο γραμμένο για αυτή την αποφασιστική και κρίσιμη περίοδο, κατά τη γνώμη μου αποτελούν ένα δίπτυχο, ενώ όλα ανεξαιρέτως τα βιβλία του συγκροτούν μια συνέχεια, μια ολότητα, ή μέρη ενός ενιαίου έργου. Άραγε είναι η κρίση αφορμή για αναστοχασμό; Έχει φέρει κάτι θετικό στο χώρο της λογοτεχνίας; Το βιβλίο του Κ. Βούλγαρη αποδεικνύει περίτρανα ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει. Ως έγκριτος κριτικός λογοτεχνία που έχει θητεύσει σε αυτό τον χώρο για δεκαετίες, προκαλεί το αναγνωστικό κοινό, ακόμα και εκείνο που δεν είναι αρκετά εκπαιδευμένο, να διαβάζει και να διδαχτεί από βιβλία έξω από τον «πεπατημένο» δρόμο.   
Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
― Τι η δημοκρατία;
Storia di unideologia.
― Ο λόγος αυτής;
― Επιδωμάτιος χόρτος, άσπαρτος, άρριζος,
ανήροτος, ανυπόστατος.
― Ο εν βουλευτηρίω διάλογος;
― Παρέρχεται και αφανίζεται
και μηδέν ίχνος
του επιπολάζοντος βλαστήματος απολείπει.
― Η αριστερά;
― Critica della retorica democratica.
Διά του λόγου;
― Ουχί μόνον, έλεγαν κάποτε.
― Και διά της βίας;
― Ουχί κατ’ ανάγκην, διεκήρυσσαν.
― Πότε η ανάγκη;
― Κατά των απανταχού επί γης Λουδοβίκων,
επί τριακονταετία πολέμησαν.
― Ενίκησαν;
― Επί δύο αιώνες, όντως νικούσαν.
― Εν τέλει;
― Ηττήθηκαν.
― Δικαιώθηκαν;
― Διασύρθηκαν.
― Τρομοκρατία;
― Η εσχάτη στράτευση.
― Θεμιτή;
― Μόνο ως ψαύση του σκότους.
― Αναπόφευκτη;
― Εν ταυτώ, και του σκότους εγκόλπωση.
― Guillotine;
― Μελαγχολία της βίας.
― Αφάνεια περίκλειστος;
― Μελαγχολία των ιδεών.
― Ποιος εν τέλει ενίκησε;
― Των κλώνων Αντουανέτας το πλήθος.
― Ποιο το νέο ζητούμενο;
― Ευρύτητα.
― Σκέψεως;
― Ορίζοντος, και αντίληψης χρόνου.

______________________
Ο Κώστας Βούλγαρης γεννήθηκε στα Δολιανά Αρκαδίας. Είναι πεζογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ο Πολίτης και Πλανόδιον καθώς και με την εφημερίδα Τα Νέα. Τα τελευταία χρόνια επιμελείται τις σελίδες βιβλίου στο ένθετο "Αναγνώσεις" ("Κριτική βιβλίου, τεχνών και επιστημών") της Αυγής της Κυριακής. Στις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορούν τα βιβλία του: Κ. Γ. Καρυωτάκης. Φύλλα πορείας (δοκίμια, 1998), Τέος Σαλαπασίδης. Μία παρουσίαση (1999, στη σειρά "Εκ Νέου" την οποία και διηύθυνε), Από την ήττα στη σιωπή (δοκίμια, 2000), Όψεις της σύγχρονης ποίησης. Δοκιμή πρώτη (2003). Εμφανίστηκε στην πεζογραφία με το βιβλίο Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο (Γαβριηλίδης, 2001), το οποίο μαζί με Τα άλογα της Αρκαδίας (Πόλις, 2002), το Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη (Πόλις, 2003), και άλλα κείμενά του, συναποτέλεσαν την πολυφωνική μεταμυθοπλασία Το εμφύλιο σώμα (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2014). Το 2016 εξέδωσε το πεζογραφικό βιβλίο του Αυθάδεια Λαγνεύουσα (Κέδρος) το οποίο απέσπασε εξαιρετικές κριτικές.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου